Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φαλληφόρια

См. также в других словарях:

  • φαλληφόρια — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… …   Dictionary of Greek

  • φαλληφορία — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… …   Dictionary of Greek

  • φαλληφορίοις — φαλληφόρια festival neut dat pl φαλληφορέω carry a phallus in procession pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλικός — ή, ό / φαλλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαλλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό νεοελλ. φρ. α) «φαλλική λατρεία» (κοινων. ανθρωπολ. θρησκειολ.) η λατρεία τής γενεσιουργού, τής αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

  • Фаллический культ — выражается: 1) в обоготворении органов оплодотворения, мужского (Фаллос) и женского (ктеис), как самостоятельных божественных существ; 2) в обоготворении действительных или символических изображений этих органов; 3) в антропоморфировании этих… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Фаллический культ — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей …   Википедия

  • Фаллический символ — Фаллический культ выражается: в обоготворении органов оплодотворения, мужского (фаллос) и женского (ктеис), как самостоятельных божественных существ; в обоготворении действительных или символических изображений этих органов; в антропоморфировании …   Википедия

  • φαλλαγώγια — τὰ, Α τα φαλληφόρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγώγια (< αγωγός < ἀγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • φαλληφορώ — και φαλλοφορῶ, έω, Αγιορτάζω τα φαλληφόρια, περιφέρω τον φαλλό σε διονυσιακή τελετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + φορῶ (< φόρος < φέρω). Το η τού τ. φαλληφορῶ, πιθ. αναλογικά προς το στεφανηφορῶ] …   Dictionary of Greek

  • φαλλοφόρια — τα, ΝΑ βλ. φαλληφόρια …   Dictionary of Greek

  • φαλλοφόρος — ον, Α αυτός που περιφέρει τον φαλλό κατά τα φαλληφόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»