-
1 τροπωτήρ
-
2 τροπωτηρ
- ῆρος ὅ весельный ремень ( для прикрепления весла к бортовому колку или к уключине) Thuc., Arph., Luc. -
3 τροπωτήρ
τροπωτήρmasc nom sg -
4 τροπωτήρ
-
5 τροπωτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπωτήρ
-
6 τροπωτήρων
τροπωτήρmasc gen pl -
7 τροπος
I.ὁ Hom. = τροπωτήρ См. τροπωτηρII.ὅ [τρέπω]1) направлениеπαντοίους τρόπους ἔχειν Her. — идти во всевозможных направлениях;
πάντα τρόπον Her. — по всем направлениям2) способ, образ, манера, лад(ποίῳ, τῷ или τίνι τρόπῳ и τίνα τρόπον; Trag., Plat., Arph.; ἄλλῳ τρόπῳ и ἄλλον τρόπον Thuc., Xen., Plat.)
θατέρου τρόπου Arph. — противоположным образом, напротив;παντὴ τρόπῳ, πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου и πάντας τρόπους Aesch., Xen., Plat. — всеми способами, всячески;καινὸν τρόπον Arph. — по-новому;χαλκοῦ τρόπον Aesch. — словно медь;εἰς и κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. — таким же образом;ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. — обычным образом;κατὰ τρόπον Plat. — надлежащим образом (ср. 4);ἀπὸ τρόπου Plat. — неподобающим образом, некстати;ὅ τ. τῆς λέξεως Plat. — манера изъясняться, стиль речи3) характер, нрав(τ. ἀφιλάργυρος NT.)
οὐ τοὐμοῦ τρόπου Plat. — (это) не по мне;πρὸς τρόπου Plat. — по нраву (по вкусу);οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου … Xen. — не в характере Кира было …4) обычай, обыкновениеπαρὰ τὸν τρόπον τινός Thuc. — против чьего-л. обыкновения;
κατὰ τρόπον Plat. — по обыкновению (ср. 2);ὥσπερ τ. ἦν αὐτοῖς Xen. — в соответствии с их обыкновением5) pl. образ действия, поведение Her.οὐκ ἐπαινεῖν τοὺς τρόπους τινός Soph. — не одобрять чьего-л. образа действий
6) муз. тонация, лад(τ. Λύδιος Pind.; μουσικῆς τρόποι Plat.)
7) рит. оборот (речи), троп -
8 struppus
struppus (stroppus), ī, m. (στρόφος), I) ein gedrehter Riemen, zur Sänfte, Gracch. b. Gell. 10, 3, 5: so auch zum Anbinden der Ruder an die Ruderbank, griech. τροπός, τροπωτήρ, Liv. Andr. b. Isid. orig. 19, 4, 9. Vitr. 10, 3, 6. – II) ein dünner Kranz, der aus Schnüren von Bast gedreht und aus Bandschleifen geschlungen wurde, aus dem dann Blätter und Blumen in Zwischenräumen hervorragten, Plin. 21, 3; vgl. Fest. 313 (a), 12. – Dav. struppeāria, iōrum, n., das Kranzfest, Fest. 313 (a), 20.
-
9 ἐν-τροπόω
-
10 τροπωτήρα
η, τροπωτήρ (ήρος) ο вёсельный ремень -
11 τροπωτήρα
-
12 τροπωτῆρα
-
13 τροπωτήρας
-
14 τροπωτῆρας
-
15 τροπωτήρες
-
16 τροπωτῆρες
-
17 τροπωτήρι
-
18 τροπωτῆρι
-
19 τροπωτήρος
-
20 τροπωτῆρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροπωτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρα — τροπωτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρας — τροπωτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρες — τροπωτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρι — τροπωτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρος — τροπωτήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρσι — τροπωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρσιν — τροπωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτήρων — τροπωτήρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπητήρας — ο (Α κωπητήρ, ῆρος) σκαλμός νεοελλ. η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα τήρ, κατά το τροπωτήρ «σκαλμός»] … Dictionary of Greek
τροπωτήρα — η, Ν ναυτ. ο τροπωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τροπωτήρ(ας), κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek