-
1 προς-κινδῡνεύω
προς-κινδῡνεύω, noch dazu in Gefahr sein, sich hineinbegeben, D. Cass. fr.
-
2 κινδῡνεύω
κινδῡνεύω, 1) sich in Gefahr begeben, wagen, bes. in der Schlacht kämpfen; absolut, Thuc. 1, 20, ὡς δεῖ ὡπλίσϑαι τὸν μέλλοντα ἐφ' ἵππου κινδυνεύειν Xen. de re equ. 12, 1, der zu Pferde kämpfen will; πρὸς τοὺς πολεμίους Mem. 3, 3, 14; Dem. 15, 24 u. A.; περὶ τῆς ψυχῆς Ar. Plut. 524; περὶ τῆς πατρίδος Pol. 1, 27, 1; ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς 1, 2, 2, ὁ κινδυνεύων τόπος, der Ort der Gefahr, 3, 115, 6; auch περὶ τοῖς φιλτάτοις, Plat. Prot. 314 a; – c. dat., τῇ ψυχῇ, sein Leben aufs Spiel setzen, daran wagen, Her. 7, 209; τῷ βίῳ Pol. 5, 61, 4; τοῖς ὅλοις πράγμασι 1, 70, 1, – c. acc., τὴν μάχην ἐν τοῖς ἐπιλέκτοις ἐκινδύ-νευσα, ich habe die Schlacht mitgemacht, Aesch. 2, 169; κινδυνεύειν τὴν ψευδομαρτυρίαν Dem. 41, 16, sich in die Gefahr stürzen, falsches Zeugnisses wegen angeklagt zu werden. Auch κινδύνευμα κινδυνεύειν, Plat. Rep. IV, 451 a; πάντας κινδύνους Legg. VII, 814 b. – Gefahr laufen, in Gefahr sein; τὸν ναυτικὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλέειν, er wird Gefahr laufen zu verlieren, Her. 8, 65, vgl. 97; κινδυνεύω διαφϑαρῆναι Thuc. 3, 74; vgl. Xen. Hem. 4, 7, 6; ἐξ οὗ κινδυνεύεις νυνὶ ἀποϑανεῖν Plat. Apol. 28 b; μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύῃς τε καὶ κινδυνεύῃς Prot. 314 a; gew. περί τινος, Gorg. 521 d; vgl. Her. 8, 74; περὶ τοῦ βίου Ar. Plut. 524; Folgde. – Bes. auch vor Gericht in Gefahr sein, auf Tod u. Leben angeklagt sein. – Pass. in Gefahr gesetzt werden, in Gefahr gerathen; ἐν δίκᾳ μὴ κεκινδυνευμένος Pind. N. 5, 14; im Kriege, Isocr. 1, 43; μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσϑαι, aufs Spiel gesetzt werden, Thuc. 2, 35; Plat. μὴ οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ὑμῖν ὁ κίνδυνος κινδυνεύηται ἀλλ' ἐν τοῖς υἱέσι Lach. 187 b; δι' ὧν τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. 19, 285; τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι 34, 28; τὰ ὑπὸ πολλῶν κινδυνευϑέντα Lys. 2, 54, gefahrvolle Unternehmungen; vgl. Arr. An. 2, 7, 5; τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκινδυνευμένον D. Sic. 2, 21. – 2) sehr gewöhnlich im milderen Sinn, κινδυνεύουσι οἱ ἄνϑρωποι οὗτοι γόητες εἶναι, sie laufen Gefahr als Betrüger zu erscheinen, sie scheinen Betrüger zu sein, Her. 4, 105; oft im Att., bes. bei Plat., eine höfliche Wendung für eine bestimmte Behauptung, dem lat. haud scio an entsprechend; κινδυνεύω πεπονϑέναι, es scheint mir so zu gehen, Gorg. 485 c; κινδυνεύω σοι δοκεῖν μακάριός τις εἶναι, ich scheine dir wohl zu meinen, Men. 71 b; κινδυνεύεις ἀληϑῆ λέγειν, du kannst wohl Recht haben, Conv. 205 d, öfter; auch in bejahenden Antworten, »so scheint es«, Phaedr. 262 c Soph. 256 e u. öfter; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαϑὸν εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν, Glückseligkeit scheint das unbezweifeltste Gut zu sein, Xen. Mem. 4, 2, 34.
-
3 κινδυνευω
1) (тж. κ. κινδύνευμα Plat.) находиться в опасности, подвергаться опасности(τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ Her., περὴ τοῦ βίου Arph. и τῷ βίῳ Polyb.; ἀπολέσθαι Her. и ἀποθανεῖν Plut.)
πάντας κινδύνους κ. Plat. — идти на всяческие опасности;ὑπὲρ τῶν μεγίστων καὴ καλλίστων κ. Lys. — самоотверженно бороться за величайшие и прекраснейшие блага;τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος Thuc. — так как место оказалось в опасности;τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. — город в величайшей опасности;κινδυνεύει ἐγκαλεῖσθαι στάσεως NT. — ему угрожает обвинение в мятеже2) отваживаться, рисковатьπερὴ αἰσχύνης κ. Lys. — рисковать навлечь на себя позор;
κ. περὴ τοῖς φιλτάτοις Plat. — рисковать самым ценным;κ. ψευδομαρτυρίαν Dem. — отважиться на лжесвидетельство3) идти в бой, сражаться(πρὸς τοὺς πολεμίους, ἐφ΄ ἵππου Xen.)
4) ( в сдержанных утверждениях) иметь вид, казаться, быть возможным(κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν Plat.)
κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. — у тебя будет возможность показать свою порядочность;κινδυνεύει impers. Plat., Plut. — возможно, как будто, пожалуй -
4 κινδυνεύω
Aκεκινδύνευκα Lys.3.47
, Plb.5.61.4:—[voice] Pass., mostly in [tense] pres.: [tense] fut.κινδυνευθήσομαι D.30.10
,κεκινδυνεύσομαι Antipho 5.75
: [tense] aor. and [tense] pf., v. infr. 3: ([etym.] κίνδυνος):—to be daring, run risk, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς τοὺς πολεμίους, Hdt.4.11, X.Mem.3.3.14; κ. εἰς τὴν Αῐγυπτον venture thither, Pherecr.11.b abs., make a venture, take a risk, Hdt.3.69, Ar.Eq. 1204; to be in dire peril, Th.3.28, 6.33, etc.; to be in danger, Arist.EN 1124b8, etc.; of a sick person, Hp.Aph. (Sp.) 7.82, Coac. 374; esp. engage in war, Isoc.1.43; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος the post being in peril, Th.4.8; ὁ κινδυνεύων τόπος the place of danger, Plb.3.115.6.2 c. dat., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Hdt.2.120, 7.209; κ. ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι run a risk with all Greece, i.e. endanger it all, Id.8.60.α'; στρατιῇ Id.4.80
; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ' ἄν .. ; in what points.. ? D.9.18; κ. τοῖς ὅλοις πράγμασι, τῷ βίῳ, Plb.1.70.1, 5.61.4;τῷ ζῆν PTeb.44.21
(ii B.C.): freq. with Preps.,κ. ἐν τοῖς σώμασι Lys.2.63
;οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ἀλλ' ἐν υἱέσι Pl.La. 187b
([voice] Pass.); κ. περὶ [ τῆς Πελοποννήσου] Hdt.8.74;περὶ τῆς ψυχῆς Antipho 2.4.5
, Ar.Pl. 524;περὶ τοῦ σώματος And.1.4
;περὶ ἀνδραποδισμοῦ Isoc. 8.37
;περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Lys.7.15
;περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον D.15.24
; ;περὶ τοῖς φιλτάτοις Pl.Prt. 314a
; but κ. περὶ δισχιλίους go into battle with a force of 2, 000, Eun.Hist.p.244 D.;ὑπὲρ καλλίστων Lys.2.79
.3 c. acc. cogn., venture, hazard, ;κινδύνευμα Pl.R. 451a
;μάχην Aeschin.2.169
; τὴν ψευδομαρτυρίαν hazard a prosecution for perjury, D.41.16 codd. ( τῶν-ιῶν Blass):—[voice] Pass., to be ventured or hazarded, μεταβολὴ κινδυνεύεται there is risk of change, Th.2.43; ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται remains in hazardous uncertainty, Id.1.78;τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει D.19.285
; κεκινδυνευμένον a venturous enterprise, Pi.N.5.14; τὰ κινδυνευθέντα, = τὰ κινδυνεύματα, Lys.2.54;τῶν ἤδη σφίσι καλῶς κεκινδυνευμένων Arr.An.2.7.3
;τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκ. D.S.2.21
.4 c. inf., run the risk of doing or being..,τὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλεῖν Hdt.8.65
;κακόν τι λαβεῖν Id.6.9
;ἀπολέσθαι Id.9.89
;διαφθαρῆναι Th.3.74
; , etc.;τοῦ συντριβῆναι LXX Jn.1.4
; then,b to express chance, i.e. what may possibly or probably happen: c. [tense] pres., [tense] pf., or [tense] aor. inf., κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι they run a risk of being reputed conjurers, Hdt.4.105; κινδυνεύσομεν βοηθεῖν we shall probably have to assist, Pl. Tht. 164e, cf. 172c; κ. ἡ ἀληθὴς δόξα ἐπιστήμη εἶναι seems likely to be.., ib. 187b; κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι you will have the chance of showing your worth, X.Mem.2.3.17, cf. 3.13.3; κ. ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι ib.4.2.34, cf. Pl.Ap. 40b; τὰ συσσίτια κινδυνεύει συναγαγεῖν he probably organized the σ., Id.Lg. 625e; κινδυνεύω πεπονθέναι ὅπερ .. Id.Grg. 485e: c. [tense] fut. inf., dub. in Th.4.117; κινδυνεύει impers., it may be, possibly, as an affirmat. answer, Pl.Sph. 256e, Phdr. 262c; out of courtesy, when no real doubt is implied, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν you may very likely be right, Id.Smp. 205d.5 [voice] Pass., to be endangered or imperilled,ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κ. Th.2.35
; :— but [voice] Pass. in sense of [voice] Act. dub. in GDI3569.4 ([place name] Calymna).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινδυνεύω
-
5 ἀπο-κινδῡνεύω
ἀπο-κινδῡνεύω, 1) einen Versuch machen, σοφὸν' λέγειν Ar. Ran. 1105; ἔν τινι Xen. Mem. 4. 2, 5; τοῦτο Lys. 4, 17; sich in ein entscheidendes Treffen einlassen, πρός τινα Thuc. 7, 81; Sp.; περὶ τῶν μεγίστων, ὅλων, das Höchste, Alles auf's Spiel setzen, Plut.; εἴς τι Phoc. 32; πρός τι Spt. Sap. conv. 6. Auch pass., τὰ χρήματα ἀποκεκινδυνεύσεται Thuc. 3, 39, werden in Gefahr kommen. – 2) sich in der Gefahr trennen, τινός Philostr. Apoll. 7, 15.
-
6 δια-κινδῡνεύω
δια-κινδῡνεύω, sich in eine Gefahr stürzen, bes. = sich in eine Schlacht wagen; Thuc. 8, 27 u. öfter; καὶ μάχεσϑαί τινι, Plut. Thes. 9; ὑπέρ τινος, Plat. Menex. 240 e; Lys. 2, 20; πρὸ τοῦ βασιλέως, sein Leben für den König wagen, Xen. Cyr. 8, 8, 4; πρός τινα, es mit Einem aufnehmen, Thuc. 1, 142; Isocr. 4, 67, wie D. Sic. 3, 27; c. inf., εἰςπλεῦσαι, hineinzufahren wagen, Thuc. 7, 1, wie διακινδυνευτέον φάναι, man muß es wagen, Plat. Tim. 72 d; ἢ χρηστὸν γενέσϑαι ἢ πονηρόν, Gefahr laufen, gut od. schlecht zu werden, Prot. 313 a; ἡ οὐσία διακινδυνευϑήσεσϑαι μέλλουσα Dem. 30, 10; διακινδυνευόμενα φάρμακα, lebensgefährliche, Isocr. 11, 22.
-
7 προςκινδῡνεύω
προς-κινδῡνεύω, noch dazu in Gefahr sein, sich hineinbegeben -
8 διακινδυνευω
1) идти на опасность, вступать в бой(πρός и ἔς τι Thuc., πρό τινος Xen., περί τινος Dem. и πρός τινα Plut.)
ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πρός τινα διακινδυνεῦσαι Lys. — вступить в бой с кем-л. на защиту Греции2) решаться, отваживаться, рисковать(ποιεῖν τι Thuc.)
δ. ἢ χρηστὸν γενέσθαι ἢ πονηρόν Plat. — идти на риск, учитывая, что дело может кончиться или хорошо, или плохо;διακεκινδυνευμένα φάρμακα Isocr. — крайние средства;διακινδυνευτέον τὸ φάναι καὴ πεφάσθω Plat. — на это утверждение можно и должно решиться;διακινδυνευθήσεσθαι (v. l.) μέλλων Dem. — который окажется под угрозой -
9 αποκινδυνευω
идти на риск, рисковать, отваживаться, делать отчаянную попытку(τι Lys., ἔν τινι Xen., ποιεῖν τι Arph., πρός τινα Thuc., περί τινος, πρός и εἴς τι Plut., Aeschin.)
ἀποκεκινδυνεύσεται τά τε χρήματα καὴ αἱ ψυχαί Thuc. — придется рисковать и имуществом, и жизнью -
10 жизнь
жизн||ьж в разн. знач. ἡ ζωή, ὁ βίος:Духовная \жизнь ἡ πνευματική ζωή· общественная \жизнь ἡ κοινωνική ζωή· зажиточная \жизнь· ἡ εὐπορία, ἡ εὐπορη ζωή· совместная \жизнь· ἡ κοινή ζωή· семейная \жизнь ἡ οίκογε-νειακή ζωή· походная \жизнь ζωή ἐκστρατείας· образ \жизньи ὁ τρόπος ζωής· условия \жизньи οἱ συνθήνες ζωής· вести́ праздную \жизнь· ζῶ ἀργόσχολος· борьба за \жизнь ἡ βιοπάλη· полный \жизньи γεμάτος ζωή· средства к \жизньи τά προς τό ζήν, οἱ πόροι τής ζωής· рисковать \жизньью (ριψο)κινδυνεύω τή ζωή Дои· лишать себя \жизньи αὐτοκτονώ· проводить что-л. в \жизнь ἐφαρμόζω κάτι στή ζωή· при \жизньи στή διάρκεια τοῦ βίου· никогда в \жизньи! ποτέ, οὐδέποτε!· на всю \жизнь σ' ὅλη (μου) τή ζωή· \жизнь бьет ключом βράζει ἀπό ζωή· ◊ борьба не на \жизнь, а на смерть ὁ θανάσιμος ἀγώνας, ἡ πάλη μέχρι θανάτου. -
11 таскать
ρ.σ.μ.1. βλ. тащить.2. τραβώ, τινάζω (από τα μαλλιά, αυτιά κ.τ.τ.).3. φέρω μαζί μου•таскать письмо в кармане φέρω μαζί μου το γράμμα στη τσέπη.
εκφρ.таскать каштаны из огня – βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (κινδυνεύω εγώ προς όφελος άλλου).1. περιφέρομαι, τριγυρίζω, -ρνώ, γυροβολώ, γυροφέρνω•таскать по городу περιφέρομαι στην πόλη•
таскать по улицам τριγυρνώ στους δρόμους.
|| περιπλανιέμαι.2. φέρω (κουβαλώ) μαζί μου.3. τραβιέμαι•таскать за женщинами τραβιέμαι (γυρίζω) με τις γυναίκες.
-
12 διακινδῡνεύω
δια-κινδῡνεύω, sich in eine Gefahr stürzen, bes. = sich in eine Schlacht wagen; πρὸ τοῦ βασιλέως, sein Leben für den König wagen; πρός τινα, es mit einem aufnehmen; c. inf., εἰςπλεῦσαι, hineinzufahren wagen; διακινδυνευτέον φάναι, man muß es wagen; ἢ χρηστὸν γενέσϑαι ἢ πονηρόν, Gefahr laufen, gut od. schlecht zu werden; διακινδυνευόμενα φάρμακα, lebensgefährliche
См. также в других словарях:
κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
κινδυνευτικός — κινδυνευτικός, ή, όν (Α) [κινδυνεύω] αυτός που τείνει προς τις επικίνδυνες ενέργειες, ο ριψοκίνδυνος … Dictionary of Greek
σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… … Dictionary of Greek