-
1 ξέσις
-
2 ξέσμα
-
3 ξεσμός
-
4 ξέω
Grammatical information: v.Meaning: `shave, carve, smooth, polish'.Other forms: Aor. ξέσ(σ)αι (Il.), pass. ξεσθῆναι, perf. midd. ἔξεσμαι (IA.), fut. ξέσω (Paul. Aeg.), perf. act. ἔξεκα (Choerob.), Vbaladj. ξεστός (Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 16).Derivatives: 1. ξέσις ( ἀπό-) f. `smoothing, carving' (Thphr., Delph. IVa); 2. ξέσματα pl. `carving, chips, carved objects' (M. Ant., AP); 3. ξεσμοῖς dat. pl. H. as explanation of σπαράγμασι. 4. ξόανον n. `(carved) image og (a) god' (S., E., X.), name of a (carved?) musical instrument (S. Fr. 238); ξοάνων προθύρων ἐξεσμένων H.; formation like ὄχανον (: ἔχω), πλόκανον (: πλέκω) a.o. (Chantraine 198; not with Bq, WP. 1, 450 a.o. from ξύω; nor with Latte Glotta 32, 35 f. subst. adj.); dimin. ξοάνιον (Anaphe IIa). 5. ξοΐς, - ίδος f. `chisel' (hell. inscr.) with ξοΐδιον (pap. IIIp) and ξοΐτης m. name of a profession (Isauria; Redard 36); prob. directly from ξέω after κοπίς, δορίς a.o. (cf. Chantraine 338); ξοός ξυσμός, ὁλκός H. 6. Of the prefixed forms: διαξόος m. `sculptor' (Delph. 341a), ἀμφί-ξοος (- ους) `smoothing round about' (AP); ἐπι-, κατα-, παρα-ξοή, -ά `carving, smoothing etc.' (inscr.). -- On itself stand with lengthened grade ξώστρα ψηκτρίς, ψήκτρια H. (acc. to WP. 1, 450 a.o. rather to ξύω).Origin: ??Etymology: With ξύω (and ξαίνω?) cognate (s. vv.); without close agreement outside Greek. The stem ξεσ-, reconstructed from ξεσ-τός, ξέσ-(σ)αι a.o., which is at the basis of all forms cited above, is after traditional interpretation to be analysed as ξ-εσ-(= ks-es-) and to be interpreted as zero grade with εσ-enlargement (cf. on τρέω) of the IE root * kes- in OCS čes-ati `comb' a.o. (s. κέσ-κεον) `scratch, comb' (e.g. Brugmann Grundr.2 II: 3, 343 with Persson Stud. 88); connection with κεάζω a. cogn. (s. v.) can as well be considered. -- Diff. suggestion in Schwyzer 269 and 329: ξέω metathesized from * kes-ō (= OCS čes-)? Mann Lang. 28,40 compares Alb. shesh `raze, level', supposedly from *ksesi̯ō. Zie by keskeon!!! Waarom dan niet kses-keon??Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ξέω
См. также в других словарях:
ξέση — η (Α ξέσις) ξύσιμο, σκάλισμα, λείανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ρ. ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α] … Dictionary of Greek
ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση … Dictionary of Greek
ξέστρα — η 1. η ξύστρα, το ξυστήρι 2. είδος λίμας με χοντρά δόντια που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, αλλ. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τρα (πρβλ. σκοτώσ τρα)] … Dictionary of Greek
ξέστρο — το (Α ξέστρον) εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων… … Dictionary of Greek
ξεσμός — ξεσμός, ὁ (Α) (ως βασανιστήριο) ξύσιμο («μετὰ ξεσμοὺς καὶ στρεβλώσεις», Ευσέβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. μος] … Dictionary of Greek
ξεστήρας — ο (Μ ξεστήρ) εργαλείο για ξύσιμο και για λείανση, η ξύστρα, το ξυστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τήρ(ας), πρβλ. κολασ τήρ, ξυσ τήρ] … Dictionary of Greek
ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κηλέστης — κηλέστης, ὁ (Α) απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέσ της < θ. κηλεσ < κηλῶ «μαγεύω» και επίθημα της (πρβλ. ηκέσ της, ξέσ της)] … Dictionary of Greek
ster-4 — ster 4 English meaning: line, stripe, ray Deutsche Übersetzung: ‘streifen, Strich, Strähne, Strahl”; “about etwas hinwegstreifen, streichen” Note: also sterǝ : strē , strei , streu ; with g, b, dh (or t ) extended; identical with… … Proto-Indo-European etymological dictionary