Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ξέσ(σ)αι

См. также в других словарях:

  • ξέση — η (Α ξέσις) ξύσιμο, σκάλισμα, λείανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ρ. ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α] …   Dictionary of Greek

  • ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση …   Dictionary of Greek

  • ξέστρα — η 1. η ξύστρα, το ξυστήρι 2. είδος λίμας με χοντρά δόντια που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, αλλ. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τρα (πρβλ. σκοτώσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • ξέστρο — το (Α ξέστρον) εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων… …   Dictionary of Greek

  • ξεσμός — ξεσμός, ὁ (Α) (ως βασανιστήριο) ξύσιμο («μετὰ ξεσμοὺς καὶ στρεβλώσεις», Ευσέβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. μος] …   Dictionary of Greek

  • ξεστήρας — ο (Μ ξεστήρ) εργαλείο για ξύσιμο και για λείανση, η ξύστρα, το ξυστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τήρ(ας), πρβλ. κολασ τήρ, ξυσ τήρ] …   Dictionary of Greek

  • ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κηλέστης — κηλέστης, ὁ (Α) απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέσ της < θ. κηλεσ < κηλῶ «μαγεύω» και επίθημα της (πρβλ. ηκέσ της, ξέσ της)] …   Dictionary of Greek

  • ster-4 —     ster 4     English meaning: line, stripe, ray     Deutsche Übersetzung: ‘streifen, Strich, Strähne, Strahl”; “about etwas hinwegstreifen, streichen”     Note: also sterǝ : strē , strei , streu ; with g, b, dh (or t ) extended; identical with… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»