Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νιώθω

  • 1 νιώθω

    [ньёто] р. понимать, сознавать, чувствовать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νιώθω

  • 2 испытать

    испытать, испытывать 1) δοκιμάζω (испробовать ) εξε τάζω (проверить) \испытать свой си лы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου 2) (ощутить) νιώθω* αισθάνομαι (почувствовать) \испытать большое удовольствие αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση
    * * *
    = испытывать

    испыта́ть свои́ си́лы — δοκιμάζω τις δυνάμεις μου

    2) ( ощутить) νιώθω; αισθάνομαι ( почувствовать)

    испыта́ть большо́е удово́льствие — αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση

    Русско-греческий словарь > испытать

  • 3 недомогание

    недомогание с η αδιαθεσία* чувствовать \недомогание νιώθω αδιαθεσία
    * * *
    с
    η αδιαθεσία

    чу́вствовать недомога́ние — νιώθω αδιαθεσία

    Русско-греческий словарь > недомогание

  • 4 неудобно

    неудобно 1. нареч. άβολα, στενόχωρα· мне \неудобно сидеть δεν κάθομαι καλά· 2. предик.: мне \неудобно νιώθω στενόχωρα
    * * *
    1. нареч.
    άβολα, στενόχωρα

    мне неудо́бно сиде́ть — δεν κάθομαι καλά

    2. предик.

    мне неудо́бно — νιώθω στενόχωρα

    Русско-греческий словарь > неудобно

  • 5 ощутить

    ощутить, ощущать νιώθω, αισθάνομαι
    * * *
    = ощущать
    νιώθω, αισθάνομαι

    Русско-греческий словарь > ощутить

  • 6 скучать

    скучать 1) πλήττω, νιώθω ανία 2) (по ком-чем-л.) νοσταλγώ, επιθυμώ
    * * *
    1) πλήττω, νιώθω ανία
    2) (по ком-чём-л.) νοσταλγώ, επιθυμώ

    Русско-греческий словарь > скучать

  • 7 тосковать

    тосковать 1) μελαγχολώ; νοσταλγώ (по родине ) 2) (скучать) πλήττω, νιώθω ανία
    * * *
    1) μελαγχολώ; νοσταλγώ ( по родине)
    2) ( скучать) πλήττω, νιώθω ανία

    Русско-греческий словарь > тосковать

  • 8 чувствовать

    чувствовать αισθάνομαι; \чувствовать голод πεινάω; \чувствовать жажду διψάω; \чувствовать усталость νιώθω κούραση; \чувствовать себя лучше (хуже) αισθάνομαι καλύτερα ( χειρότερα); как вы себя чувствуете? πώς είστε;
    * * *

    чу́вствовать го́лод — πεινάω

    чу́вствовать жа́жду — διψάω

    чу́вствовать уста́лость — νιώθω κούραση

    чу́вствовать себя́ лу́чше (ху́же) — αισθάνομαι καλύτερα (χειρότερα)

    как вы себя́ чу́вствуете? — πώς είστε

    Русско-греческий словарь > чувствовать

  • 9 слышать

    слыш||ать
    несов в разн. знач. ἀκούω/ νιώθω (тк. чувствовать):
    я вас не \слышатьу δέν σας ἀκούω· я \слышатьал, что он скоро приедет ἄκουσα ὅτι ὅπου νἀναι θά ἔρθει· он и \слышать о нем не хочет δέν θέλει ὁδτε ν' ἀκούσει γι· αὐτόν \слышать запах ἀκούω (или νιώθω) μιά μυρωδιά.

    Русско-новогреческий словарь > слышать

  • 10 чуять

    чую, чуешь ρ.δ.μ.
    1. οσφραίνομαι, μυρίζω, -ομαι, οσμίζομαι.
    2. αισθάνομαι, νιώθω, καταλαβαίνω.
    3. μτφ. προαισθάνομαι, παίρνω μυρουδιά. || αντιλαμβάνομαι, εννοώ.
    εκφρ.
    ног ή земли под собой не чуетβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    1. οσφραίνομαι, μυρίζομαι, οσμίζομαι.
    2. αισθάνομαι, νιώθω, διαισθάνομαι. || προαισθάνομαι•

    -лась весна μύρισε Ανοιξη.

    3. Μου φαίνεται, μου εμφανίζεται, μου παρουσιάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > чуять

  • 11 вкус

    вкус
    м
    1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:
    приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·
    2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:
    плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·
    3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:
    \вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·
    4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:
    это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вкус

  • 12 чувствовать

    [τσούφστβαβατ"] ρ. αισθάνομαι, νιώθω

    Русско-греческий новый словарь > чувствовать

  • 13 чувствовать

    [τσούφστβαβατ"] ρ αισθάνομαι, νιώθω

    Русско-эллинский словарь > чувствовать

  • 14 ощутить

    ощущу, ощутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ощущённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ.
    1. αισθάνομαι•, тело сразу -ло холод το σώμα αμέσως αισθάνθηκε κρύο.
    2. δοκιμάζω•

    радость αισθάνομαι χαρά•

    ощутить голод νιώθω πείνα.

    Большой русско-греческий словарь > ощутить

  • 15 помнить

    помню, помнишь
    ρ.δ.μ. (εν)θυμούμαι, θυμάμαι•

    помнить о друзьях θυμούμαι τους φίλους•

    всю жизнь буду помнить это αυτό θα το θυμάμαι όλη τη ζωή.

    εκφρ.
    помнить себя – καταλαβαίνω (νιώθω) τον εαυτό μου•
    не помнить себя – δε θυμάμαι τον εαυτό μου (από μεγάλη ταραχή, φόβο, φρίκη κλπ.)• помниться
    1. θυμούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. στο 3ο πρόσ. ενκ. -ится (παρνθ. λ.)• θυμούμαι, μου έρχεται στο νου, στο μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > помнить

  • 16 чувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•

    чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•

    чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•

    г страх αισθάνομαι φόβο•

    чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.

    || συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•

    чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.

    2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    -свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).

    || προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.
    3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•

    чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.

    4. (για υγεία) αισθάνομαι•

    сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•

    дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.

    εκφρ.
    чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•
    как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•
    давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•
    давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•
    ног ή земли под собой не чувствоватьβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•

    в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > чувствовать

См. также в других словарях:

  • νιώθω — νιώθω, ένιωσα βλ. πίν. 37 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νιώθω — και νιώνω ένιωσα 1. καταλαβαίνω με τις αισθήσεις, αισθάνομαι: Και η θάλασσα η πλατιά, δίχως μάτια δίχως φτιά, όταν νιώσει το αργό μου βήμα, ησυχάζει πια το κύμα (Βιζυηνός). 2. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Του μιλάς και δε νιώθει τι του λες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιώθω — και νοιώθω 1. αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, εννοώ («όσο και να διαβάζει, δεν νιώθει τίποτα») 2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω («δεν νιώθει από ζωγραφική») 3. συναισθάνομαι («μού είπε τον πόνο του και τόν ένιωσα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • ντροπή — η 1. συναίσθημα ενοχής ή ταπείνωσης λόγω μεμπτής πράξης, δικής μας ή άλλων («νιώθω ντροπή μετά από όσα τού είπα») 2. συστολή, διστακτικότητα που οφείλεται σε σεβασμό ή φόβο («νιώθω ντροπή όταν τόν βλέπω») 3. αίσχος, όνειδος (α. «πιες γλυκό κρασί… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • βαρυστόμαχος — η, ο 1. αυτός που προκαλεί βάρος στο στομάχι: Το βιαστικό φαγητό είναι βαρυστόμαχο. 2. αυτός που νιώθει βάρος στο στομάχι του, που υποφέρει από δυσπεψία: Δε νιώθω καλά, νιώθω βαρυστόμαχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πονώ — πόνεσα, πονεμένος 1. μτβ., προξενώ πόνο σωματικό ή ψυχικό, λύπη σε κάποιον: Με πάτησες και πόνεσα άσχημα. – Με πόνεσε ο λόγος σου. 2. αμτβ., νιώθω πόνο σωματικό ή ψυχικό: Πόνεσα πολύ όταν τον είδα σ αυτή την κατάσταση. 3. νιώθω συμπάθεια, στοργή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έραμαι — ἔραμαι (Α) 1. νιώθω ερωτική επιθυμία («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», Ηρόδ.) 2. επιθυμώ υπερβολικά κάτι («ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ («ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. έραμαι όσο και ο ιων …   Dictionary of Greek

  • αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»