-
1 хуже
хуже(сравнит, ст. от прил плохой и худо́й II 1 и от нареч плохо и худо II) χειρότερα:тем \хуже τόσο τό χειρότερο· больному \хуже ὁ ἀσθενής (или ὁ ἄρρω-στος) χειροτέρευσε· все \хуже и \хуже ὅλο καί χειρότερα· \хуже всего́ то, что... τό χειρότερο ἀπ' ὅλα εἶναι ὅτι...· бывает \хуже συμβαίνουν καί χειρότερα. -
2 хуже
-
3 чувствовать
чувствовать αισθάνομαι; \чувствовать голод πεινάω; \чувствовать жажду διψάω; \чувствовать усталость νιώθω κούραση; \чувствовать себя лучше (хуже) αισθάνομαι καλύτερα ( χειρότερα); как вы себя чувствуете? πώς είστε;* * *чу́вствовать го́лод — πεινάω
чу́вствовать жа́жду — διψάω
чу́вствовать уста́лость — νιώθω κούραση
чу́вствовать себя́ лу́чше (ху́же) — αισθάνομαι καλύτερα (χειρότερα)
как вы себя́ чу́вствуете? — πώς είστε
-
4 гораздо
гораздо πολύ πιο \гораздо боль ший πολύ πιο μεγάλος \гораздо больше πολύ περισσότερα \гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα \гораздо меньше πολύ (πιο) λιγότε ρα \гораздо хуже πολύ (πιο) χει ρότερα* * *гора́здо бо́льший — πολύ πιο μεγάλος
гора́здо бо́льше — πολύ περισσότερα
гора́здо лу́чше — πολύ (πιο) καλύτερα
гора́здо ме́ньше — πολύ (πιο) λιγότερα
гора́здо ху́же — πολύ (πιο) χειρότερα
-
5 несравненно
несравненнонареч1. (очень хорошо) ἀπαράμιλλα, ἀπαραμίλλως:она поет \несравненно τραγουδά ἀπαράμιλλά2. (при сравнит, ст, \несравненно гораздо) πολύ, ἀσύγκριτα:\несравненно лу́чше (хуже) ἀσύγκριτα καλύτερα (χειρότερα). -
6 переменить
переменитьсов ἀλλάζω, ἀλλάσσω, μεταβάλλω:\переменить белье ἀλλάζω ἀσπρόρρουχα· \переменить квартиру ἀλλάζω διαμέρισμα \перемениться ἀλλάζω (άμετ.), μεταβάλλομαι:\перемениться к лучшему (худшему) ἀλλάζω προς τό καλύτερο (χειρότερα)· ветер переменился ὁ ἀέρας γύρισε· ◊ \перемениться в лице χάνω τό χρῶμα μου. -
7 черт
чертм ὁ διάβολος, ὁ δαίμονας, ὁ δαί· μων:к \черту! στό διάβολο!· \черт бы его побрал! νά τόν πάρει ὁ διάβολος!· \черт возьми! νά πάρει ὁ διάβολος!· один \черт τά ἰδια καί χειρότερα· до \черта τόσα πού σοῦ φεύγει τό καφάσι, πάρα πολύ· к \черту и а рога, к \черту на кулички στοῦ διαβόλου τή μάννα· чем \черт не шутит ὅλα νά τά περιμένεις· \черт его́ знает ὁ διά(β)ολος ξέρει· \черт знает что! ὁ διάολος ξέρει τί· что за \чертΙ τί διά(β)ολο!· тут сам \черт но́гу сломит ἐδῶ κι ὁ διά(β)ολος δέν τά βγάζει πέρα· не так страшен \черт, как его́ малюют ὁ διάβολος δέν εἶναι τόσο τρομερός ὅσο τόν παριστάνουν. -
8 хуже
[χούζυ] επίρ. χειρότερα -
9 хуже
[χούζυ] επίρ χειρότερα -
10 гораздо
επίρ.(μόνο για σύγκριση)• πιο πολύ, πολύ πιο, ασύγκριτα•гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα•
гораздо хуже πολύ (πιό) χειρότερα•
больному гораздо лучше ο άρρωστος είναι πολύ καλύτερα.
-
11 дурно
1. επίρ. άσχημα, κακά, -ώς•он поступил очень дурно αυτός συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα•
дурно воспитанный κακοαναθρεμμένος•
дурно обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον.
2. (ως κατηγ.) είμαι, αισθάνομαι άσχημα•ей дурно αυτή αισθάνεται άσχημα•
мне дурно αισθάνοααι άσχημα•
ей стало дурно αυτή έγινε χειρότερα•
ему сделалось дурно αυτός κόντεψε να λιποθυμήσει.
-
12 или
σύνδ. διαζευκτικός1. ή, είτε•или... или... ή... ή..., είτε... είτε...
2. μήπως, άραγε•или вы это не знаете? μήπως αυτό δεν το ξέρετε;
3. εν εναντία περιπτώσει, άλλως, διαφορετικά•уходи или хуже будет φεύγα, διαφορετικά θάναι χειρότερα.
|| επεξηγηματικός• δηλαδή•земноводные или амфибии (συνώνυμα)•
Константинополь или Царьград Κωνσταντινούπολη, δηλαδή Βασιλούπολη.
-
13 легко
1. επίρ. ελαφρά, εύκολα κλπ. επ.2. ως κατηγ. είναι ελαφρό, εύκολο• ξαλαφρώνω•это не так легко αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο•
мне стало так легко ξαλάφρωσα πολύ, ησύχασα.
|| εύθυμα, χαρούμενα, καλά.εκφρ.сказать – με τα λόγια είναι εύκολο (εννοείται ότι στην πράξη είναι δύσκολο)•легче на поворотах! – (απλ.) πρόσεχε καλά στα λόγια σου ή τα έργα σου!•час от часу не легче – όλο και χειρότερα ή πιο δύσκολα. -
14 похожий
επ., βρ: -хож, -а, -е.1. όμοιος, ίδιος με•похожий на мать ребёнок παιδάκι ίδιο με τη μάνα του.
2. -же (παρνθ. λ.) φαίνεται, σαν, ως να.εκφρ.-же (на то), что... – όπως φαίνεται,.κατά τα φαινόμενα, σαν να....• на что (это) -же? σε ποιόν (τίνος) χρειάζεται αυτό; άραγε είναι δυνατόν;•ни на что – Ηθ•-же – αυτό ξεπερνά τα όρια, μη (θεέ μου) χειρότερα•не -жв – δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει. -
15 хуже
συγκρ. β. του επιθέτου•худойлиос1, του επίρ. худо? χειρότερος• χειρότερα.
См. также в других словарях:
χειροτέρα — χειροτέρᾱ , χειρότερος fem nom/voc/acc dual χειροτέρᾱ , χειρότερος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χειροτέρᾱ , χερείων mcaner fem nom/voc/acc dual (epic) χειροτέρᾱ , χερείων mcaner fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερα — Ν επίρρ. βλ. χειρότερος … Dictionary of Greek
χειρότερα — χειρότερος neut nom/voc/acc pl χερείων mcaner neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το … Dictionary of Greek
χείρου — και χειρού Ν (επιτατ. επίρρ.) φρ. «χείρου και χειρότερα» ή «χειρού χειρότερα» ακόμη χειρότερα από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού επιρρ. χειρ ότερα σχηματισμένος κατά τα επιρρ. σε ου / ού (πρβλ. περίπ ου, προτ ού)] … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
Sifu VERSUS — Infobox musical artist 2 Name = Sifu VERSUS Background = solo singer Alias = Bobby Dega Birth name = Nikolaos Domvros Born = Birth date and age|1980|1|29 Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre = Hip hop Years active = 1996–present… … Wikipedia
Dimitris Froxylias — Personal information Full name Dimitris Froxylias Date of birth 28 June 1993 ( … Wikipedia
Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри 18 декабря 2010 года, Афины) греческая актриса театра и кино … Википедия
αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… … Dictionary of Greek
δεινοποίησις — δεινοποίησις, η (AM) [δεινοποιώ] η μεγαλοποίηση τών δυσκολιών, το να παρουσιάζονται τα πράγματα χειρότερα απ ό,τι είναι … Dictionary of Greek