-
1 неудобно
неудобно 1. нареч. άβολα, στενόχωρα· мне \неудобно сидеть δεν κάθομαι καλά· 2. предик.: мне \неудобно νιώθω στενόχωρα* * *1. нареч.άβολα, στενόχωρα2. предик.мне неудо́бно сиде́ть — δεν κάθομαι καλά
мне неудо́бно — νιώθω στενόχωρα
-
2 тесно
тесно предик, είναι στενόχωρα; здесь \тесно εδώ είναι στενόχωρα* * *предик.здесь те́сно — εδώ είναι στενόχωρα
-
3 тесно
тесн||о1. нареч στρυμωγμένα, στενόχωρα:сидеть \тесно κάθομαι στρυμωγμένος·2. предик безл εἶναι στενόχωρα:здесь очень \тесно εἶναι πολύ στενόχωρα ἐδῶ. -
4 теснота
тесн||отаж ὁ συνωστισμός, τό στρύμωγμα:какая \теснотаοτέ! τί στενόχωρα!· жить в \теснотаοτέ ζῶ στενόχωρα. -
5 тесно
1. επίρ. στενόχωρα.2. πυκνά, στριμωχτά.3. ως κατηγ. είναι στενόχωρα. -
6 неудобно
неудо́бн||о1. нареч στενόχωρα, ἀβολα, μή ἀναπαυτικά:сидеть \неудобно κάθομαι ἄβο-λα·2. предик безл:мне \неудобно вас беспокоить δέν θέλω νά σας ἀνησυχήσω· мне \неудобно об этом говорить δέν θἄθελα νά μιλήσω γι ' αὐτό· ему́ стало \неудобно βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. -
7 неловкий
επ., βρ: -вок, -вка, -вко.1. αδέξιος, ανεπιτήδειος, νωθρός, οκνός•неловкий человек αδέξιος (μη σβέλτος) άνθρωπος•
-ое дви-жние αδέξια κίνηση.
2. μη βολικός άβολος, ανάβολος•лежоть в -ом положении ξαπλώνω κάπως στενόχωρα.
|| δυσχερής, δύσκολος•-ое положение δυσχερής κατάσταση ή θέση•
поставить кого-н. в -ое положение φέρνω κάποιον σε δυσχερή θέση•
попасть в -ое положение περιέρχομαι σε δύσκολη κατάσταση.
-
8 неудобно
επίρ. κ. σαν κατηγ. στενόχωρα, μη βολικά κλπ.επ. ему неудобно сесть δεν του είναι βολικά να καθήσει,• мне неудобно за него στενοχωρούμαι γι αυτόν. -
9 приткнуть
ρ.σ.μ. (απλ.)1. καρφιτσώνω•бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.
2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•-и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.
3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι. -
10 уплотнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уплотнённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. συμπυκνώνω• συμπιέζω•уплотнить массу συμπυκνώνω τη μάζα.
|| κάνω κρουστό•уплотнить ткань κάνω το ύφασμα κρουστό.
2. συμπτύσσω, πυκνώνω-- ряды войск πυκνώνω τις τάξεις του στρατού. || κατοικίζω πυκνά, στενόχωρα, στριμώχνω.3. (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω•уплотнить сроки жатвы συντομεύω τα όρια του θερισμού.
1. συμπυκνώνομαι, γίνομαι συμπαγής, συμπιέζομαι. || γίνομαι κρουστός.2. συμπτύσσομαι, πυκνώνομαι.3. στριμώχνομαι.4. (για χρόνο) συντομεύομαι• στενεύω.
См. также в других словарях:
λυπρόβιος — λυπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό βιος, νυκτερό βιος] … Dictionary of Greek
τσίμα — η, Ν (συν. στην φρ.) «τσίμα τσίμα» i) άκρη άκρη ii) με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας («τά φέρνουμε τσίμα τσίμα» ζούμε πολύ στενόχωρα, μόλις και εξοικονομούμε τα αναγκαία) iii) (σχετικά με γεμάτο σκεύος) ώς τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cima … Dictionary of Greek