Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νικητήριος

См. также в других словарях:

  • νικητήριος — α, ο (ΑΜ νικητήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη νίκη («σάς άρπαξε η τύχη την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το νικητήριο(ν) βραβείο για νίκη, έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», Αριστοφ.) 3. (το… …   Dictionary of Greek

  • νικητήριος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη νίκη: Νικητήριος ύμνος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νικητήρια γιορτή για τη νίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικητήριος — νῑκητήριος , νικητήριος belonging to a conqueror masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητήρι' — νῑκητήρια , νικητήριος belonging to a conqueror neut nom/voc/acc pl νῑκητήριε , νικητήριος belonging to a conqueror masc voc sg νῑκητήριαι , νικητήριος belonging to a conqueror fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητηρίων — νῑκητηρίων , νικητήριος belonging to a conqueror fem gen pl νῑκητηρίων , νικητήριος belonging to a conqueror masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητήριον — νῑκητήριον , νικητήριος belonging to a conqueror masc acc sg νῑκητήριον , νικητήριος belonging to a conqueror neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՂԹԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0316 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c ա. νικητής, νικητήριος, ἑπινίκιος ad victoriam pertinens. եւ բայիւ νικάω, ἱσχύω vinco, valeo. Յաղթօղ. զօրագոյն. վերագոյն. յաղթազգեաց. ուստի ՅԱՂԹԱԿԱՆ ԼԻՆԵԼ՝ է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • επινίκιος — α, ο 1. που γίνεται ή λέγεται για τη νίκη, ο νικητήριος: Επινίκιος ύμνος. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επινίκια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικητηρίοις — νῑκητηρίοις , νικητήριος belonging to a conqueror masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητηρίους — νῑκητηρίους , νικητήριος belonging to a conqueror masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»