-
1 μέλιττα
-
2 εγκαταλειπω
(aor. 2 ἐγκατέλιπον, pf. ἐγκαταλέλοιπα)1) (в чём-л.) оставлять(μουνογενῆ παῖδα Hom.; φρουρὰν ἐν τῇ νήσῳ Thuc.; τὸ κέντρον ὥσπερ μέλιττα Plat.)
ἐ. τὸ κέντρον τοῖς ἀκούουσι Luc. — оставлять жало (своих речей) в слушателях, т.е. производить на них сильное и длительное впечатление;ἐ. τινὰ ὅμηρον Xen. — оставлять кого-л. в качестве заложника2) оставлять, покидать, бросать(τινά Her., Thuc., Plut. и τι Xen., Arst.)
ἐγκαταλιπεῖν τέν πίστιν Plut. — не сдержать обещания, нарушить слово3) оставлять позади себя, т.е. перегонять, pass. отставать -
3 ιον
I.IIIII.(ῐ) τό фиалка(λειμῶνες ἴου θήλεον Hom.; ἥ μέλιττα βαδίζει ἀπὸ ἴου ἐπὴ ἴ. Arst.; ἴων καὴ ῥόδων λειμῶνες Plut.)
-
4 μελισσα
атт. μέλιττᾰ ἥ1) пчела(ξουθόπτερος Eur.)
ἔθνεα μελισσάων ἀδινάων Hom. — густые рои пчел;Δελφὴς μ. Pind. — дельфийская жрица2) медτοῦ τόνδε (sc. κρωσσὸν) πλήσας θῶ ; - Ὕδατος, μελίσσης Soph. — чем наполнить мне этот кувшин? - Водою, медом
-
5 προσιζανω
1) садиться или сидеть рядом, держаться возле(ἥ μέλιττα πρὸς τὰ γλυκέα προσιζάνει Arst.)
ὄμμασιν π. τινί Aesch. — не спускать глаз с кого-л.;πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον πημονέ προσιζάνει Aesch. — несчастье поражает то одного, то другого2) плотно облегать(ἥ ἐσθές προσιζάνουσα Luc.)
-
6 χρηστος
31) хороший, отличный(γῆ Eur.; ποτόν, σῖτος Plat.)
2) добрый, благожелательный, благосклонный(θεοί Her.; δεσπότης Men.)
χρηστὰ χρηστοῖσι ἔς τινα ἀμείβεσθαι Her. — отплатить кому-л. добром за добро;χρηστόν τι συμβουλεύειν Arph. — дать добрый совет3) счастливый, благоприятный, успешный(ἱρά, τελευτή Her.)
ἐκτελοῖτο δέ τὰ χρηστά! Aesch. — да будет же счастлив исход!;τὰ χρηστὰ ἔχει φίλους Eur. — где счастье, там друзья4) порядочный, честный(βίος Aeschin.)
χ. καὴ φιλόπολις Arph. — честный патриот;ὀλίγον τὸ χρηστόν ἐστιν собир. Arph. — порядочных людей (в Афинах) мало5) кроткий, покорный6) благоустроенный, упорядоченный(πολιτεία Isocr.; οἰκία Plat.)
7) полезный, благотворный πρὸς τέν ψυχήν Plat.; αἱ μὲν χρησταί εἰσιν λῦπαι, αἱ δὲ πονηραί Plat.χ. περὴ τέν πόλιν γεγενημένος Lys. — оказавший услуги государству;
χρηστὰ μέλιττα Arst. — пчела-работница8) знатный, именитыйοἱ χρηστοί Xen. — родовитые люди, аристократия
9) ирон. простоватый, недалекий Arph., Dem., Men.φιλόλογός γ΄ εἶ ἀτεχνῶς καὴ χ. Plat. — охотник до споров ты большой, но и простак тоже
10) изрядный, сильный(δῆγμα Luc.; χρηστὸν καὴ βαθὺ τραῦμα Luc.)
См. также в других словарях:
μέλιττα — μέλιττα, ἡ (Α) (αττ.τ.) βλ. μέλισσα … Dictionary of Greek
μέλιττα — μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg (attic) μέλιττα madhu lih fem nom/voc sg μέλισσα , μελίζω dismember aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλιττα — Μέλισσα , Μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίττας — μελίττᾱς , μέλισσα madhu lih fem acc pl (attic) μελίττᾱς , μέλισσα madhu lih fem gen sg (attic doric aeolic) μελίττᾱς , μέλιττα madhu lih fem acc pl μελίττᾱς , μέλιττα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιττ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλιττα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg (attic) μέλιτται , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl (attic) μέλιττα , μέλιττα madhu lih fem nom/voc sg μέλιτται , μέλιττα madhu lih fem nom/voc pl μέλιττε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
SOPHOCLES — I. SOPHOCLES Poeta Tragicus, patriâ Atheniensis, tantâ orationis suavitate, ut vulgo μέλιττα, h. e. apis, item Siren Attica cognominaretur, aequalis Euripidis ac Periclis, cuius etiam quandoque collega fuit in praetura. Natus Olympiade 73. ante… … Hofmann J. Lexicon universale
μελίτταινα — και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αινα (πρβλ. μολύβδ αινα, φάλ αινα)] … Dictionary of Greek
μελίτταιον — μελίτταιον, τὸ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αιον] … Dictionary of Greek
μελιττοπηχώ — μελιττοπηχῶ, έω (Α) φοβίζω τις μέλισσες χτυπώντας μεταλλικούς δίσκους, για να συγκεντρώσω το σμήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. τού μελιττο πτηχῶ (< μέλιττα + πτήσσω «φοβίζω, πτοώ»)] … Dictionary of Greek
μελιττώδης — μελιττώδης, ῶδες (Α) αυτός που είναι όμοιος με μέλισσα («ὅπερ καὶ φαίνονται ποιοῡσαι αἱ τε μυῑαι καὶ τὰ μελιττώδη τῶν ζῴων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα, αττ. τ. τού μέλισσα, + κατάλ. ώδης*] … Dictionary of Greek