-
1 προσιζανω
1) садиться или сидеть рядом, держаться возле(ἥ μέλιττα πρὸς τὰ γλυκέα προσιζάνει Arst.)
ὄμμασιν π. τινί Aesch. — не спускать глаз с кого-л.;πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον πημονέ προσιζάνει Aesch. — несчастье поражает то одного, то другого2) плотно облегать(ἥ ἐσθές προσιζάνουσα Luc.)
См. также в других словарях:
προσιζάνω — Α 1. κάθομαι κοντά σε κάτι 2. ξεκουράζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω («ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», Αριστοτ.) 3. συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν») 4. (για ρούχα) εφαρμόζω καλά, έχω καλή εφαρμογή 5. μτφ.… … Dictionary of Greek