-
1 ξουθοπτερος
-
2 μελισσα
атт. μέλιττᾰ ἥ1) пчела(ξουθόπτερος Eur.)
ἔθνεα μελισσάων ἀδινάων Hom. — густые рои пчел;Δελφὴς μ. Pind. — дельфийская жрица2) медτοῦ τόνδε (sc. κρωσσὸν) πλήσας θῶ ; - Ὕδατος, μελίσσης Soph. — чем наполнить мне этот кувшин? - Водою, медом
См. также в других словарях:
ξουθόπτερος — ξουθόπτερος, ον (Α) αυτός που έχει πυρρόξανθα, κιτρινωπά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξουθός + πτερος (< πτερόν)] … Dictionary of Greek
ξουθόπτερος — with nimble masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθοπτέρου — ξουθόπτερος with nimble masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθόπτεροι — ξουθόπτερος with nimble masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek