-
1 κοιμούμαι
1) спать;κοιμούμαι βαριά — спать глубоким сном;
κοιμούμαι ελαφρά — чутко спать;
2) ложиться (спать);κοιμούμαι νωρίς (αργά) — ложиться рано (поздно);
αργά έπεσα να κοιμηθώ я поздно лёг спать;3) покоиться; спать вечным сном; 4) быть вялым, сонным, медлительным, пассивным;κοιμούμαι όρθιος ( — или στα πόδια μου) — а) спать на ходу; — б) быть недогадливым, несообразительным, бестолковым (ср. 5);
5) быть бестолковым, несообразительным;6) бездействовать; τό ρολόγι κοιμήθηκε часы остановились -
2 ύπνος
ο1) сон;βαρύς (ελαφρός, (τε)ταραγμένος) ύπν — крепкий (лёгкий, беспокойный) сон;
στον ύπνο ( — или καθ' ύπνον — или καθ' ύπνους) — во сне;
απ' τον ύπνο — со сна;
παίρνω τον ύπνο — засыпать;
πήρα έναν ύπνος — я немного соснул;
με πήρε ο ύπνος — меня одолел сон, я заснул;
δεν με πιάνει ( — или δεν μού μπαίνει, δεν μού κολλάει) ύπνος — я не могу заснуть, мне не спится, меня сон не берёт;
σηκώνομαι απ' τον ύπνο — просыпаться, вставать;
πηγαίνω γιά ύπνο — идти спать;
2) сновидение, сон;§ κοιμούμαι τον ύπνο τού δικαίου — спать сном праведника;
κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο — спать вечным сном;
είδα στον ύπνο μου — мне приснилось, я видел во сне;
οΰτε στον ύπνο μου δεν το είδα ( — или δεν το περίμενα) — мне и во сне это не снилось;
αυτά πού λέει τα είδε στον ύπνο του — всё, что он говорит, — плод его воображения;
τον επιασα στον ύπνο — я застал его врасплох;
ύπνον ελαφρόν! — спокойной ночи!;
η αλεποβ στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει — погов, лиса и во сне кур щиплет
-
3 ανάσκελα
επίρρ. навзничь; на спине; на спину;κοιμούμαι ανάσκελα — спать на спине;
πέφτω ανάσκελα — падать навзничь
-
4 βαριά
I η молотβαριά2II επίρρ.1) тяжело; сильно; много;βαριά2του κακοφάνηκε — он очень огорчён;
μυρίζει βαριά2 — очень неприятно пахнет;
τό παίρνω βαριά2 — сильно переживать;
2) серьёзно, опасно;άρρωστος βαριά2 — или βαριά2 άρρωστος — тяжелобольной;
3) крепко, глубоко;κοιμούμαι βαριά2 — спать глубоким сном;
§ ακούω βαριά2 — плохо слышать;
χορεύει βαριά2, σαν αρκούδα — он танцует как медведь
-
5 δάφνη
η лавр, лавровое дерево;§ δρέπω δάφνες — пожинать лавры;
επαναπαύομαι στις δάφνες μου — или κοιμούμαι επί των δάφνών μου — почить на лаврах;
καλύπτομαι οπό δάφνών — быть увенчанным лаврами
-
6 κατα(γ)ής
-
7 κατα(γ)ής
-
8 κοιμάμαι
см. κοιμούμαι -
9 κοιμώ
См. также в других словарях:
κοιμούμαι — → δες κοιμάμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοιμούμαι — και κοιμάμαι και κοιμιέμαι κοιμήθηκα, κοιμισμένος 1. πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι: Κοιμάται ήσυχα το μωρό. 2. κατακλίνομαι για ύπνο: Αυτός κοιμάται πολύ νωρίς το βράδυ. 3. αδρανώ, είμαι νωθρός: Κοιμάται όρθιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιμούμαι — βλ. κοιμάμαι … Dictionary of Greek
κοιμοῦμαι — κοιμάω lull pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
ψοφοκοιμούμαι — Ν (αμτβ.) (υποτιμητικά) κοιμούμαι πολύ βαριά, ψοφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + κοιμούμαι] … Dictionary of Greek
ξενοκοιμούμαι — και ξενοκοιμάμαι ξενοκοιμήθηκα 1. κοιμούμαι σε ξένο σπίτι. 2. μτφ., έχω σχέσεις ερωτικές με άτομο στο σπίτι του οποίου συχνά κοιμούμαι: Έμαθα πού ξενοκοιμάσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia