Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θάλαμος

См. также в других словарях:

  • θάλαμος — an inner room masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — ο 1. δωμάτιο: Νυφικός θάλαμος. 2. μεγάλος χώρος σε νοσοκομείο ή στρατώνα όπου κοιμούνται πολλά άτομα μαζί. 3. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής: Σκοτεινός θάλαμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επωαστικός θάλαμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται στην ορνιθοτροφία για την τεχνητή επώαση των αβγών. Αποτελείται από ένα ξύλινο κιβώτιο ή από άλλο δυσθερμαγωγό υλικό, από μια θερμαντική συσκευή (νερού, αέρα ή ηλεκτρική), από μια σειρά αγωγών για τη διανομή της… …   Dictionary of Greek

  • θαλάμω — θάλαμος an inner room masc nom/voc/acc dual θάλαμος an inner room masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμοιο — θάλαμος an inner room masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμοις — θάλαμος an inner room masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμοισι — θάλαμος an inner room masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμοισιν — θάλαμος an inner room masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμου — θάλαμος an inner room masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμους — θάλαμος an inner room masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»