-
1 ηρος
-
2 αεριοταμιευτήρ
(-ήρος) ο газовый баллон -
3 αλειπτήρ
-
4 αμελκτήρ
(-ήρος) ο подойник, доильник -
5 αναθρεπτήρ
(-ήρος) ο, αναθρεπτήριον τό кормушка (для цыплят и т. п.) -
6 αναμικτήρ
(-ήρος) ο смеситель -
7 ανελκτήρ
(-ήρος) ο подъёмник; подъёмный механизм, кран -
8 ανθρακωτήρ
(-ήρος) ο карбюратор -
9 αποκαθαρτήρ
(-ηρος) ο воен, банник -
10 απομυζητήρ
(-ήρος) ο соска -
11 αροτήρ
-
12 αρτήρ
(-ήρος) ο1) подъёмник (разновидность); 2) крюк или рычаг, служащий для подъёма (чего-л.) -
13 ατμιστήρ
(-ήρος) ο мед. ингалятор -
14 αυτορρυθμιστηρ
(-ήρος) ο генератор переменного тока -
15 αφελκυστήρ
-
16 βολιστήρ
(-ήρος) ο мор. эхолот -
17 βρεφολουτήρ
(-ήρος) ο детская ванна -
18 γυρωτήρ
(-ήρος) ο клепальный молоток, клепальная машина -
19 δετήρ
(-ήρος) ο1) тесьма, лента; 2) верёвка; 3) обод, обруч -
20 δηκτήρ
См. также в других словарях:
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη … Dictionary of Greek
αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης … Dictionary of Greek
αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] … Dictionary of Greek
παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] … Dictionary of Greek
παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] … Dictionary of Greek