-
41 εξαερωτήρ
(-ήρος), εξαερωτής ο тех карбюратор -
42 εξαρμοστήρ
(-ήρος) ο инструмент для демонтирования -
43 εξατμιστήρ
-
44 εξαφριστήρ
(-ήρος), εξαφριστης ο1) шумовка; 2) тех шлаковый ковш -
45 εξωστήρ
-
46 επιβραδυντήρ
(-ήρος) ο тормозное устройство, тормоз -
47 επισπαστήρ
(-ήρος) ο рукоятка, ручка -
48 επωαστήρ
(-ηρος) ο1) корзина, деревянный ящик для высиживания цыплят; 2) инкубатор (аппарат) -
49 ευθυντήρ
(-ηρος) ο инструмент для выравнивания, выпрямления, выправления -
50 ηθητήρ
(-ήρος) ο, ηθητήριον τό цедилка; фильтр -
51 θειωτήρ
(-ήρος) ο см. θειαφιστήρι -
52 θερμαντήρ
(-ήρος) τό нагреватель -
53 θραυστήρ
(-ήρος) ο дробилка, дробильная машина -
54 καταβρεκτήρ
(-ήρος) ο см. καταβρεχτήρας -
55 καταιονητήρ
(-ήρος) ο душевая установка -
56 κατασιγαστήρ
(-ήρος) ο глушитель -
57 καταυγαστήρ
(-ήρος) ο абажур -
58 κατευθυντήρ
(-ήρος) ο1) направляющий; 2) воен, автоматический прибор наведения -
59 κλιμακτήρ
(-ήρος) ο1) ступенька; 2) марш (лестницы) -
60 κλινοθερμαντήρ
(-ήρος) ο грелка для постели
См. также в других словарях:
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη … Dictionary of Greek
αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης … Dictionary of Greek
αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] … Dictionary of Greek
παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] … Dictionary of Greek
παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] … Dictionary of Greek