-
61 κλυστήρ
-
62 κλωστήρ
(-ήρος) ο веретено -
63 κοσμοσωτήρ
(-ήρος) ο, κοσμοσώτειρα η спасител|ь, -ница мира, людей -
64 κραδαντήρ
(-ήρος) ο вибратор -
65 κρεμαστήρ
-
66 λειαντήρ
(-ηρος) ο, λειαντήριον τό инструмент для шлифовки; шлифовальный круг; наждачный круг; шлифовальный станок -
67 λιπαντήρ
(-ήρος) ο автосмазчик -
68 μασητήρ
-
69 μυκτήρ
(-ήρος) ο ноздря -
70 ξεστήρ
-
71 ξηραντήρ
(-ήρος) ο, ξηραντήριο[ν] τό сушилка; сушильня -
72 οζον(τ)ιστήρ
(-ήρος) τό озонатор -
73 οζον(τ)ιστήρ
(-ήρος) τό озонатор -
74 ολισθ(ητ)ήρ
-
75 ολισθ(ητ)ήρ
-
76 πάνθηρ
(-ηρος) ο зоол, пантера -
77 παραπλωτήρ
(-ήρος) ο мор. параван -
78 πισσωτήρ
(-ήρος) ο битумный котёл -
79 πλυντήρ
(-ήρος) ο1) приспособление для стирки; 2) стиральная машина -
80 προωστήρ
(-ήρος) ο1) мор. гребное колесо; судовой винт; 2) двигатель, силовая установка; ракетный (реактивный) двигатель
См. также в других словарях:
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη … Dictionary of Greek
αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης … Dictionary of Greek
αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] … Dictionary of Greek
παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] … Dictionary of Greek
παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] … Dictionary of Greek