-
1 ευδιος
-
2 εύδιος
ος, ον ясный, безоблачный -
3 ευδιαιτερος
Xen. compar. к εὔδιος См. ευδιος -
4 ευδιανος
3(= εὔδιος См. ευδιος) греющий, теплыйψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Pind. — теплое средство против холодной погоды, т.е. теплый плащ
См. также в других словарях:
εὔδιος — calm masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύδιος — ο (ΑΜ εὔδιος, ον) [ευδία] (για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.) μσν. αρχ. (για πρόσ.) φαιδρός, ήπιος («εὔδιος ἡ ψυχή», Ιουστ.) αρχ. 1. ειρηνικός, ήσυχος («εὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.) 2 … Dictionary of Greek
εὐδιώτερον — εὔδιος calm masc acc comp sg εὔδιος calm neut nom/voc/acc comp sg εὔδιος calm adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίως — εὔδιος calm adverbial εὔδιος calm masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδιον — εὔδιος calm masc/fem acc sg εὔδιος calm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύδις — εύδιος, ὁ, ἡ, Α [ψεῡδος] (ποιητ. τ.) ψευδής … Dictionary of Greek
εὐδιαίτερος — εὔδιος calm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίοις — εὔδιος calm masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίου — εὔδιος calm masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίους — εὔδιος calm masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίων — εὔδιος calm masc/fem/neut gen pl εὐδιάω to be fair imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εὐδιάω to be fair imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)