-
1 ευδιανος
3(= εὔδιος См. ευδιος) греющий, теплыйψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Pind. — теплое средство против холодной погоды, т.е. теплый плащ
См. также в других словарях:
ευδιανός — εὐδιανός, ή, όν (Α) εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + ανός* (πρβλ. ροδ ανός, τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
εὐδιανός — warm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιανόν — εὐδιανός warm masc acc sg εὐδιανός warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)