-
1 ευδιαιτερος
Xen. compar. к εὔδιος См. ευδιος
См. также в других словарях:
ευδιαίτερος — εὐδιαίτερος, α, ον (Α) συγκριτ. τού εύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. βαθμός τού εύδιος* (< ευδία) υπό την επίδραση τού ευδίαιος*] … Dictionary of Greek
εὐδιαίτερος — εὔδιος calm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)