-
1 εὐάρτυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάρτυτος
-
2 ευάρτυτον
-
3 εὐάρτυτον
-
4 ευαρτύτοις
-
5 εὐαρτύτοις
См. также в других словарях:
ευάρτυτος — εὐάρτυτος, ον (ΑΜ) (για φαγητά) αυτός που έχει παρασκευαστεί καλά («εὐάρτυτον χοιρίον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρτυτός (< αρτύω)] … Dictionary of Greek
εὐάρτυτον — εὐάρτυτος well seasoned masc/fem acc sg εὐάρτυτος well seasoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρτύτοις — εὐάρτυτος well seasoned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)