-
1 εὐάρτῡτος
εὐ-άρτῡτος, gut gewürzt, gut zubereitet
См. также в других словарях:
ευάρτυτος — εὐάρτυτος, ον (ΑΜ) (για φαγητά) αυτός που έχει παρασκευαστεί καλά («εὐάρτυτον χοιρίον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρτυτός (< αρτύω)] … Dictionary of Greek
εὐάρτυτον — εὐάρτυτος well seasoned masc/fem acc sg εὐάρτυτος well seasoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρτύτοις — εὐάρτυτος well seasoned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)