-
1 πυρ-πάλαμος
πυρ-πάλαμος, feurig geschwungen, βέλος, der Blitz, Pind. Ol. 11, 80; nach Eust. u. A. feuerschnell wirkend, thätig, auch ποικίλος τὸ ἦϑος, listig, verschlagen; πυρπαλάμη, Suid., ὁ ταχέως τι ἐπινοῶν καὶ παλαμώμενος ἴσα πυρί, soll wahrscheinlich πυρπαλάμης heißen.
-
2 πυρο-πάλαμος
πυρο-πάλαμος, s. πυρπάλαμος.
-
3 εὐ-πάλαμος
εὐ-πάλαμος, mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; Ἔρως Orph. H. 57, 4; σοφία Nicomed. ep. (App. 15) (s. das Vorige); – kunstreich gearbeitet, ὕμνοι Ar. Equ. 530; δεσμός Nonn. D. 17, 146.
-
4 βαρυ-πάλαμος
βαρυ-πάλαμος, χόλος, mit schwerer Hand, Pind. P. 11, 23.
-
5 δυς-πάλαμος
δυς-πάλαμος ( παλάμη). 1) wer sich nicht zu helfen weiß, rathlos; δυςπαλάμως ὄλοιο Aesch. Suppl. 847. – 2) der sich auf schlimme Kunstgriffe versteht, Hesych. κακότεχνον; so δόλοι Aesch. Eum. 809; – 840 aber = heillos.
-
6 ἀ-πάλαμος
-
7 ἀπάλαμος
-
8 βαρυπάλαμος
-
9 δυςπάλαμος
δυς-πάλαμος ( παλάμη). (1) wer sich nicht zu helfen weiß, ratlos. (2) der sich auf schlimme Kunstgriffe versteht; aber = heillos -
10 εὐπάλαμος
εὐ-πάλαμος, mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; kunstreich gearbeitet -
11 πυρπάλαμος
πυρ-πάλαμος, feurig geschwungen, βέλος, der Blitz; feuerschnell wirkend, tätig; ποικίλος τὸ ἦϑος, listig, verschlagen
См. также в других словарях:
Πάλαμος — Μικρασιατικό νησί στον κόλπο της Τέω, το σημερινό Σιγαζίκ. Οι Τούρκοι το ονομάζουν Παλαμούτ … Dictionary of Greek
πυρπάλαμος — ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α 1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» ο κεραυνός, Πινδ.) 2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που… … Dictionary of Greek
ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… … Dictionary of Greek