Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δόλοι

См. также в других словарях:

  • δολοῖ — δολόω beguile pres ind mp 2nd sg δολόω beguile pres opt act 3rd sg δολόω beguile pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοι — δόλος bait masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνω Δολοί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 85 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αβίας …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Δολοί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 163 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΝΑ της πόλης της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αβίας …   Dictionary of Greek

  • Κετσέας, Γρηγόριος — (Δολοί Λακωνίας 1897 – Αθήνα 1968). Αντιστράτηγος. Συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία και στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 41. Χρημάτισε διευθυντής επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1946 49), αρχηγός κλάδου επιχειρήσεων και… …   Dictionary of Greek

  • Κουγέας, Σωκράτης — (Δολοί Λακωνίας 1877 – Αθήνα 1966). Φιλόλογος, ιστορικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδαζε ακόμη φιλολογία, όταν συνδέθηκε με το παλαιογραφικό φροντιστήριο του Σπυρίδωνα Λάμπρου τον οποίο συνόδευσε στις επιστημονικές του αποστολές στο… …   Dictionary of Greek

  • πηνελόπειος — ον, Μ [Πηνελόπη] φρ. «Πηνελόπειοι δόλοι» δόλοι τής Πηνελόπης ή σαν τής Πηνελόπης …   Dictionary of Greek

  • κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • κόβαλον — κόβαλον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κόβαλα απάτες, δόλοι («ἄλλα γ ἐστί μου κόβαλα παιδὸς ὄντος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • πολύφραστος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος 2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.) 3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»