-
1 ευχαριστία
ευχαριστία ηблагодарность, признательность, благодарение;ΦΡ.Θεία Ευχαριστία η — Божественная Евхаристия – таинство пресуществления хлеба и вина в Тело и Кровь Христову, совершающееся на Божественной Литургии; Святое ПричастиеЭтим.< дргр. ευχάριστος < ευ- + -χάριστος < χαρίζω < χάρις «благая радость»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ευχαριστία
-
2 ευχαριστια
ἥ1) благодарность, признательность Dem., Polyb.2) воздание благодарности, благодарение(πρός τινα Diod.; τινί NT.)
-
3 ευχαριστία
η1) благодарность, признательность;υποβάλλω τάς ευχαριστίαας — поблагодарить (официально);
δεχθείτε τίς ευχαριστίαες μου γιά... — примите мою благодарность за...;
2):θεία ευχαριστία — церк. причастие
-
4 εὐχαριστία
ἡ εὐχαριστία благодарность; церк. евхаристия (первонач. - благодарственная молитва после трапезы, затем - таинство причащения) -
5 εὐχαριστία
{сущ., 15}1. благодарность;2. благодарение; а тж. евхаристия (вечеря Господня).Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Деян. 24:3; 1Кор. 14:16; 2Кор. 4:15; 9:11, 12; Еф. 5:4; Флп. 4:6; Кол. 2:7; 4:2; 1Фес. 3:9; 1Тим. 2:1; 4:3, 4; Откр. 4:9; 7:12.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εὐχαριστία
-
6 ευχαριστία
{сущ., 15}1. благодарность;2. благодарение; а тж. евхаристия (вечеря Господня).Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Деян. 24:3; 1Кор. 14:16; 2Кор. 4:15; 9:11, 12; Еф. 5:4; Флп. 4:6; Кол. 2:7; 4:2; 1Фес. 3:9; 1Тим. 2:1; 4:3, 4; Откр. 4:9; 7:12.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ευχαριστία
-
7 εὐχαριστία
благодарениеεὐχαριστίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχαριστία
-
8 εὐχαριστίᾳ
благодаренииблагодарение εὐχαριστίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχαριστίᾳ
-
9 εὐχαριστία
1. благодарность; 2. благодарение; а также евхаристия (вечеря Господня); син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχαριστία
-
10 ευχαριστία
[эвхаристиа] ουσ. Θ. благодарностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευχαριστία
-
11 ευχαριστία
[эвхаристиа] ουσ θ благодарность. -
12 επιλύχνιος ευχαριστία
επιλύχνιος ευχαριστία ηвечернее благодарение – песнопение «Свете тихий». Называется оно также Τριαδικός Ύμνος «Троический гимн»*Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > επιλύχνιος ευχαριστία
-
13 θείος
θείος, -α, -ο1) божественный, относящийся к Богу;ΦΡ.Θείο(ν) Βρέφος — Божественный Младенец – Господь Иисус Христос в младенчестве (изображается в основном на иконах Рождества Христова)Θεία Ευχαριστία — Божественная Евхаристия, Причастие Святых Христовых Тайн, см. ευχαριστίαΘεία Λειτουργία — Божественная Литургия, см. λειτουργίαθείος νόμος — божественный закон, Закон Божий, см. νόμος ;2) святой: -
14 υπερβολικος
-
15 θείος
I, θείός ο дядя;τον έχω θείο — он мне дядя
θείος2II, εία, ο[ν]1) относящийся к богу; божественный; θεία λειτουργία богослужение; θεία ευχαριστία причастие; 2) святой; 3) перен. божественный, прекрасный -
16 αἴτημα
прошение, просьба, просимое, требование, желание; син. δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή; LXX: (שְׂאלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἴτημα
-
17 δέησις
просьба, прошение, моление, молитва; син. αἴτημα, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή; LXX: (תְּחִנָּה), (רִנָּה), (תִּפְסַח).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δέησις
-
18 ἔντευξις
просьба, моление, ходатайство; син. αἴτημα, δέησις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔντευξις
-
19 εὐχή
1. молитва; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, ἱκετηρία, προσευχή; 2. обет.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχή
-
20 ἱκετηρία
мольба, моление; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱκετηρία
См. также в других словарях:
εὐχαριστία — εὐχαριστίᾱ , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc/acc dual εὐχαριστίᾱ , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχαριστία — η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία) 1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη 2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία 3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» η θεία μετάληψη, το μυστήριο τής μετουσιώσεως τού άρτου και τού οίνου σε αίμα και… … Dictionary of Greek
εὐχαριστίᾳ — εὐχαριστίαι , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc pl εὐχαριστίᾱͅ , εὐχαριστία thankfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχαριστία — η 1. έκφραση ευγνωμοσύνης. 2. (εκκλησ.), «Θεία Ευχαριστία», η Θεία Κοινωνία, ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek
Θεία Ευχαριστία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
εὐχαριστίας — εὐχαριστίᾱς , εὐχαριστία thankfulness fem acc pl εὐχαριστίᾱς , εὐχαριστία thankfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαι — εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc pl εὐχαριστίᾱͅ , εὐχαριστία thankfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαν — εὐχαριστίᾱν , εὐχαριστία thankfulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστιῶν — εὐχαριστία thankfulness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαις — εὐχαριστία thankfulness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)