-
41 προσευχή
{сущ., 37}1. молитва;Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία).Ссылки: Мф. 17:21; 21:13, 22; Мк. 9:29; 11:17; Лк. 6:12; 19:46; 22:45; Деян. 1:14; 2:42; 3:1; 6:4; 10:4, 31; 12:5; 16:13, 16; Рим. 1:9; 12:12; 15:30; 1Кор. 7:5; Еф. 1:16; 6:18; Флп. 4:6; Кол. 4:2, 12; 1Фес. 1:2; 1Тим. 2:1; 5:5; Флм. 1:4, 22; Иак. 5:17; 1Пет. 3:7; 4:7; Откр. 5:8; 8:3, 4. LXX: 8605 (הָלּפִתְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσευχή
-
42 προσευχή
{сущ., 37}1. молитва;Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία).Ссылки: Мф. 17:21; 21:13, 22; Мк. 9:29; 11:17; Лк. 6:12; 19:46; 22:45; Деян. 1:14; 2:42; 3:1; 6:4; 10:4, 31; 12:5; 16:13, 16; Рим. 1:9; 12:12; 15:30; 1Кор. 7:5; Еф. 1:16; 6:18; Флп. 4:6; Кол. 4:2, 12; 1Фес. 1:2; 1Тим. 2:1; 5:5; Флм. 1:4, 22; Иак. 5:17; 1Пет. 3:7; 4:7; Откр. 5:8; 8:3, 4. LXX: 8605 (הָלּפִתְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσευχή
См. также в других словарях:
εὐχαριστία — εὐχαριστίᾱ , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc/acc dual εὐχαριστίᾱ , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχαριστία — η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία) 1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη 2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία 3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» η θεία μετάληψη, το μυστήριο τής μετουσιώσεως τού άρτου και τού οίνου σε αίμα και… … Dictionary of Greek
εὐχαριστίᾳ — εὐχαριστίαι , εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc pl εὐχαριστίᾱͅ , εὐχαριστία thankfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχαριστία — η 1. έκφραση ευγνωμοσύνης. 2. (εκκλησ.), «Θεία Ευχαριστία», η Θεία Κοινωνία, ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek
Θεία Ευχαριστία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
εὐχαριστίας — εὐχαριστίᾱς , εὐχαριστία thankfulness fem acc pl εὐχαριστίᾱς , εὐχαριστία thankfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαι — εὐχαριστία thankfulness fem nom/voc pl εὐχαριστίᾱͅ , εὐχαριστία thankfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαν — εὐχαριστίᾱν , εὐχαριστία thankfulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστιῶν — εὐχαριστία thankfulness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστίαις — εὐχαριστία thankfulness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)