-
1 εξαιρετικός
[эксэрэтикос] εκ. исключительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξαιρετικός
-
2 великолепный
-
3 исключительный
исключительный αποκλει στικός εξαίρετος, εξαιρετικός (необыкновенный)' в \исключительныйых случаях σε εξαιρετικές περι πτώσεις* * *αποκλειστικός; εξαίρετος, εξαιρετικός ( необыкновенный)в исключи́тельных слу́чаях — σε εξαιρετικές περιπτώσεις
-
4 необыкновенный
необыкновенный ασυνήθιστος- εξαιρετικός, πρωτοφανής (исключительный)' \необыкновенный успех η μεγάλη (или εξαιρετική) επιτυχία* * *ασυνήθιστος; εξαιρετικός, πρωτοφανής ( исключительный)необыкнове́нный успе́х — η μεγάλη ( или εξαιρετική) επιτυχία
-
5 удивительный
удивительный 1) θαύμαίσιος; εξαιρετικός, έκτακτος (исключительный ) 2) (странный) περίεργος, παράξενος; ничего \удивительныйого τίποτα το περίεργο* * *1) θαυμάσιος; εξαιρετικός, έκτακτος ( исключительный)2) ( странный) περίεργος, παράξενοςничего́ удиви́тельного — τίποτα το περίεργο
-
6 чрезвычайный
чрезвычайный (исключительный) εξαιρετικός; έκτακτος (внеочередной)· \чрезвычайныйое положение η κατάσταση έκτακτης ανάγκης* * *( исключительный) εξαιρετικός; έκτακτος ( внеочередной)чрезвыча́йное положе́ние — η κατάσταση έκτακτης ανάγκης
-
7 недюжинный
недюжинн||ыйприл ἐξαιρετικός, σπάνιος:он человек \недюжинныйого ума εἶναι ἐξαιρετικός ἀνθρωπος. -
8 перворазрядный
επ.πρώτης κατηγορίας•ресторан перворазрядный εστιατόριο πρώτης κατηγορίας.
|| υπέροχος, έξοχος, πρώτης τάξης• εξαιρετικός•перворазрядный жених εξαιρετικός μνηστήρας.
-
9 подчёркнутый
1. (имеющий под собой черту) υπογραμμισμένος 2. (более отчётливый, выразительный) εκδηλωτικός, χαρακτηριστικός, εξαιρετικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подчёркнутый
-
10 превосходный
1. (очень хороший, замечательный) υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός 2. грам. υπερθετικός· - ая степень - βαθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > превосходный
-
11 бесподобный
бесподобныйприл ἀσύγκριτος/ἀπαράμιλλος (несравненный)/θαυμάσιος (замечательный) I περίφημος, ἐξαιρετικός (отличный). -
12 беспримерный
беспримерныйприл ἀπαράμιλλος, πρωτοφανής/έξαιρετικός (исключительный). -
13 исключительный
исключительныйприл в разн. знач. ἐξαιρετικός:\исключительныйый закон ὁ ἐκτακτος νόμος, τό ἰδιώνυμο· \исключительныйые права τά ἀποκλειστικά δικαιώματα· \исключительныйый слу́чай ἡ ἐξαιρετική περίπτωση. -
14 невероятный
невероя́тн||ыйприл1. ἀπίστευτος, ἀπίθανος:\невероятныйые слухи οἱ ἀπίθανες φήμες· творятся \невероятныйые вещи γίνονται ἀπίστευτα πράματα·2. (чрезмерный) ὑπερβολικός, ἐξαιρετικός:\невероятныйая доброта́ ἡ ἐξαιρετική καλοσύνη. -
15 незаурядный
незаурядныйприл σπάνιος, ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος:\незаурядныйая личность ἡ ἐξαιρετική προσωπικότητα· \незаурядныйые способности ἐξαιρετικές Ικανότητες. -
16 необыкновенный
необыкновенн||ыйприл ἀσυνήθης, ἀσυνήθιστος / ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος, πρωτοφανής (исключительный)! ἰδιόρρυθμος, παράδοξος (странный):в §том нет ничего́ \необыкновенныйого σ' αὐτό δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἐξαιρετικό· \необыкновенныйое легкомыслие ἡ πρωτοφανής ^επιπολαιότητα· \необыкновенныйой красоты Ιξωρετίκης ὀμορφιᾶς. -
17 необычайный
необычайныйприл ἀσυνήθης, -ασυνήθιστος / ἐξαιρετικός (чрезвычайный). -
18 прекрасный
прекрасн||ыйприл1. (красивый) ὠραίος, θαυμάσιος, ὠραιότατος, πεντάμορφος:\прекрасныйое лицо́ τό ὠραιότατο πρόσωπο·2. (отличный) ἐξαίρετος, ἐξαιρετικός, Ιξοχος, ἄριστος:\прекрасныйый обед τό ἐξαίρετο γεῦμα· ◊ в одно́ \прекрасныйое утро μιαν ὠραία πρωία· \прекрасныйый пол τό ὠραίο φῦλο. -
19 сверхъестественнын
сверхъестественн||ынприл ὑπερφυσικός / ἐκτακτος, ἐξαιρετικός (исключительный):\сверхъестественныное явление τό ὑπερφυσικό φαινόμενο. -
20 сугубый
сугу́б||ыйприл ἐξαιρετικός.
См. также в других словарях:
εξαιρετικός — ή, ό (Α ἐξαιρετικός, ή, όν) [εξαιρώ] 1. αυτός που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος («εξαιρετική ανάγκη, περίπτωση») 2. εκλεκτός, σπουδαίος, έξοχος («εξαιρετική ευφυΐα, επιμέλεια») 3. (για κακό) υπερβολικός («εξαιρετική αφηρημάδα»)… … Dictionary of Greek
εξαιρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος, έκτακτος: Εξαιρετική περίπτωση. 2. εξαίρετος, μοναδικός, διακεκριμένος: Εξαίρετος δικηγόρος. 3. υπερβολικός, που είναι πέρα από το μέτρο: Εξαιρετική αυστηρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξτρα — επίρρ. 1. εξαιρετικής ποιότητας («κρασί έξτρα») 2. πέρα από το κανονικό, επί πλέον («θα πληρώσεις έξτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «εξαιρετικός, εξαιρετικής ποιότητας» προέρχεται από το γαλλ. extra, συντομευμένο τού extra ordinaire «εξαιρετικός» … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ασυνήθης — ( ους), ες (AM ἀσυνήθης, ες) 1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό 2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειρος νεοελλ. 1. σπάνιος, εξαιρετικός 2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος αρχ. (για πρόσωπα) ο μη… … Dictionary of Greek
αυθεντικός — ή, ό (AM αὐθεντικός, ή, όν) [αυθέντης] 1. έγκυρος, γνήσιος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα μσν. νεοελλ. 1. εξαιρετικός 2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος νεοελλ. πρωτότυπος … Dictionary of Greek
αφάνταστος — η, ο (AM ἀφάνταστος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός αρχ. μσν. 1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός 2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα 3.… … Dictionary of Greek