-
61 редкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко; συγκρ. β. реже, υπερθ. β. редчайший.1. αραιός•-ие зубы αραιά δόντια•
-ие волосы αραιά μαλλιά•
-ая ткань αραιό ύφασμα.
2. σπάνιος-редкийое явление σπάνιο φαινόμενο•редкий случай σπάνια περ•ίπτωση.
3. δυσεύρητος•-ая книга σπάνιο βιβλίο•
крайне редкий σπανιότατος.
4. εξαιρετικός•женщина -ой красоты γυναίκα εξαιρετικής (σπάνιας) ομορφιάς.
-
62 славный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ένδοξος•славный подвиг ένδοξο κατόρθωμα•
-ое имя ένδοξο όνομα.
|| διάσημος, φημισμένος, ονομαστός, πολύφημος, ξακουστός, -μένος.2. καλός, εξαιρετικός•-ая девушка εξαιρετικό κορίτσι (δεσποινίδα)•
-ая книга εξαιρετικό βιβλίο.
εκφρ.- ы бубны за горами – το άγνωστο πάντοτε μας φαίνεται καλύτερο. -
63 сорт
-а, πλθ. сорта α.1. ποιότητα•мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας•
чай первого -а τσάι πρώτης ποιότητας•
одного -а της αυτής (ίδιας) ποιότητας.
|| είδος•-а плательных тканей είδη υφασμάτων για γυναικεία ενδύματα•
разные -а διάφορα είδη.
2. ποικιλλία•сорт пшеницы ποικιλλία σιταριού•
-винограда ποικιλλία σταφυλιού.
3. χαρακτήρας•письмо такого -а γράμμα τέτοιου χαρακτήρα (περιεχομένου).
εκφρ.первый сорт – πρώτη ποιότητα. (εξαιρετικός, υπέροχος). -
64 сугубый
επ., βρ: -губ, -а, -о.1. παλ. διπλός• διπλάσιος.2. ιδιαίτερος, εξαιρετικός•-ое внимание ιδιαίτερη προσοχή•
сугубый интерес ιδιαίτερο ενδιαφέρο.
-
65 убийственный
επ., βρ: -вен κ. -венен, -вен- на, -венно.1. θανάσιμος, θανατικός• θανατηφόρος, φονικός.2. μτφ. αβάσταγος, ανυπόφορος• καταστρεπτικός, ολέθριος•-ые условия ανυπόφορες συνθήκες•
-ые последствия ολέθριες συνέπειες.
|| μτφ. φοβερός, καταπληκτικός, εξαιρετικός, μέγιστος. -
66 удивительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. εκπληκτικός, παράξενος, περίεργος•-ое со-впадние παράξενη σύμπτωση.
|| καταπληκτικός•-ое сходство καταπληκτική ομοιότητα.
2. εξαιρετικός, μεγάλης ολκής•удивительный мерзавец μεγάλος παλιάνθρωπος.
-
67 умопомрачительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оκαταπληκτικός, εξαιρετικός, αφάνταστος, απίστευτος•красота -ая ομορφιά умопомрачительный τρελλαμός•
умопомрачительный расходы -ые έξοδα τεράστια, για τρελλαμό.
-
68 фартовый
επ. (απλ.) βλ. удачливый. || εξαιρετικός, υπέροχος. || άτακτος• κακός, μοχθηρός. -
69 феноменальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноφαινομενικός, σπάνιος, ασυνήθης. || έκτακτος, εξαιρετικός. || αγνώσιμος, μη νοούμενος, ασύλληπτος με το νου. -
70 чрезвычайный
επ., βρ: -чаен, -чаина, -о;1. εξαιρετικός, εξαίρετος• σπάνιος•-ая память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη•
чрезвычайный успех εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία•
-ое происшествие εξαιρετικό γεγονός.
2. έκτακτος• απρόβλεπτος•-ые меры έκτακτα μέτρα•
-ые расходы έκτακτα έξοδα•
-аякомиссия έκτακτη επιτροπή•
-ое заседание έκτακτη συνεδρίαση•
чрезвычайный съезд έκτακτο συνέδριο•
чрезвычайный посол έκτακτος πρεσβευτής•
-ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης•
-ые налоги έκτακτοι φόροι.
-
71 чудный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. βανματουργός, -γικός• μαγικός• παράδοξος• υπερφυής, υπερκόσμιος.2. θαυμάσιος, εξαίσιος, θεΐκός, θεσπέσιος. || λαμπρός• εξαιρετικός, υπέροχος, θαυμάσιος, θαύμα•-ая погода καιρός—θαύμα (θαυμάσιος).
-
72 чудовищный
επ., βρ: -щен, -щёна-щёно.1. τερατώδης, τερατόμορφος•-ое существо τερατώδες ον•
чудовищный вид τερατώδικη μορφή.
|| τερατολογικός.2. πελώριος, τεράστιος.3. εξαιρετικός, ασυνήθης, υπερφυσικός. -
73 экстра
επ. άκλ. έξτρα, εξαιρετικός•мэ.сло βούτυρο εξαιρετικό.
-
74 экстраординарный
επ., βρ: -рен, -рна, -оεξαιρετικός, εξαίρετος, ασυνήθης, αφύσικος• έκτακτος•-ое происшествие έκτακτο συμβάν.
εκφρ.экстраординарный профессор – έκτακτος ή αναπληρωματικός καθηγητής.
См. также в других словарях:
εξαιρετικός — ή, ό (Α ἐξαιρετικός, ή, όν) [εξαιρώ] 1. αυτός που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος («εξαιρετική ανάγκη, περίπτωση») 2. εκλεκτός, σπουδαίος, έξοχος («εξαιρετική ευφυΐα, επιμέλεια») 3. (για κακό) υπερβολικός («εξαιρετική αφηρημάδα»)… … Dictionary of Greek
εξαιρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος, έκτακτος: Εξαιρετική περίπτωση. 2. εξαίρετος, μοναδικός, διακεκριμένος: Εξαίρετος δικηγόρος. 3. υπερβολικός, που είναι πέρα από το μέτρο: Εξαιρετική αυστηρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξτρα — επίρρ. 1. εξαιρετικής ποιότητας («κρασί έξτρα») 2. πέρα από το κανονικό, επί πλέον («θα πληρώσεις έξτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «εξαιρετικός, εξαιρετικής ποιότητας» προέρχεται από το γαλλ. extra, συντομευμένο τού extra ordinaire «εξαιρετικός» … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ασυνήθης — ( ους), ες (AM ἀσυνήθης, ες) 1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό 2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειρος νεοελλ. 1. σπάνιος, εξαιρετικός 2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος αρχ. (για πρόσωπα) ο μη… … Dictionary of Greek
αυθεντικός — ή, ό (AM αὐθεντικός, ή, όν) [αυθέντης] 1. έγκυρος, γνήσιος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα μσν. νεοελλ. 1. εξαιρετικός 2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος νεοελλ. πρωτότυπος … Dictionary of Greek
αφάνταστος — η, ο (AM ἀφάνταστος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός αρχ. μσν. 1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός 2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα 3.… … Dictionary of Greek