Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξαιρετικός

  • 41 замечательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. εξαιρετικός, εξαίρετος, εξαίσιος, έξοχος, θαυμάσιος, υπέροχος, περίφημος, έκτακτος.
    2. εντυπωσιακός, αξιοπρόσεχτος.

    Большой русско-греческий словарь > замечательный

  • 42 знаменательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    1. σημαντικός, μεγάλης σημασίας, σπουδαίος, εξαιρετικός μεγάλος, τρανός•

    -ая дата χρονολογία μεγάλης σημασίας•

    знаменательный день τρανή (ιστορική) μέρα.

    2. (γλωσ.) σημασιολογικός, που ενέχει σημασία.

    Большой русско-греческий словарь > знаменательный

  • 43 знатный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. (παλ.) ευγενής, ευπατρίδης, σοιλίτικος•

    -ая дама κυρία ευγενικής καταγωγής.

    2. (μόνο ως πλήρες επ.)
    επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκλεκτός. || μεγάλος, δυνατός, σημαντικός•

    -ая сумма σεβαστό ποσό•

    знатный мороз γερή παγωνιά, δριμύ ψύχος.

    Большой русско-греческий словарь > знатный

  • 44 исключительный

    επ., βρ: -лен, -льна
    -ο•,
    1. εξαιρετικός, έκτακτος, αποκλειστικός•

    закон έκτακτος νόμος•

    -ые права. αποκλειστικά δικαιώματα.

    2. ιδιαίτερος, σπάνιος, μοναδικός•

    исключительный случай εξαιρετική περίπτωση.

    Большой русско-греческий словарь > исключительный

  • 45 крайний

    επ.
    1. ακρινός, άκρος, ακραίος•τελευταίος• ουραίος•

    -яя правая партия κόμμα της άκρας δεξιάς•

    -яя цена τελευταία τιμή•

    крайний срок τελευταία προθεσμία•

    крайний север ο άκρος Βοράς.

    2. έκτακτος, εξαιρετικός, έσχατος, απόλυτος•

    -ые меры έκτακτα μέτρα•

    в -ем случае σε εξαιρετική περίπτωση, σε απόλυτη ανάγκη•

    по -ей мере τουλάχιστο, το λιγότερο•

    -яя необходимость επιταχτική ανάγκη•

    - яя плоть (ανατ.) ακροβυστία, ακροποσθία.

    Большой русско-греческий словарь > крайний

  • 46 мировой

    επ.
    1. του σύμπαντος•

    -ое пространство το διάστημα.

    2. παγκόσμιος•

    -ая карта ο παγκόσμιος χάρτης•

    -ая война παγκόσμιος πόλεμος•

    в -ом маcштабе σε διεθνή κλίμακα.

    3. εξαιρετικός, άριστος, θαυμάσιος, υπέροχος•

    -ая вещь υπέροχο πράγμα.

    εκφρ.
    - ая скорбьπαλ. γενική απαισιοδοξία (σε λογοτεχνικό έργο).
    επ.
    1. εξώδικος, χωρίς δικαστήριο, ειρηνικός•

    -ая сделка ειρηνική διευθέτηση ή συμφωνία.

    2. ουσ. α. ειρηνοδίκης.
    3. ουσ. θ. -ая ειρηνική διευθέτηση, ειρηνικός διακανονισμός•

    предлагать -ую προτείνω ειρηνική λύση•

    пойти на -ую δέχομαι ειρηνικό διακανονισμό•

    подписать -ую υπογράφω ειρηνικό διακανονισμό.

    εκφρ.
    мировой посредник – ειρηνευτής, ειρηνοποιός•
    мировой судьяβλ. 2 σημ. мировой суд ειρηνοδικείο.

    Большой русско-греческий словарь > мировой

  • 47 невероятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. απίθανος, απίστευτος• μυθώδης.
    2. πολύ δυνατός (μεγάλος), υπερβολικός, εξαιρετικός•

    -успех εξαιρετική επιτυχία•

    -ая боль πολύ δυνατός (μεγάλος) πόνος.

    Большой русско-греческий словарь > невероятный

  • 48 невообразимый

    επ., βρ: -зим, -а, -о.
    1. αφάνταστος φοβερός, τρομερός• ασύληπτος•

    холод φοβερό κρύο•

    невообразимый беспорядок αταξία που δε λέγεται (αφάνταστη).

    2. εξαιρετικός, ισχυρότατος•

    невообразимый шум πανδαιμόνιο ορυμαγδός.

    Большой русско-греческий словарь > невообразимый

  • 49 недюжинный

    επ.
    έξοχος, υπέροχος, εξαιρετικός•

    -ые способности εξαιρετικές ικανότητες•

    недюжинный ум ιδιοφυία.

    Большой русско-греческий словарь > недюжинный

  • 50 неестественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о;
    1. αφύσικος, μη φυσιολογικός•

    -ая смерть ο μη φυσιολογικός θάνατος.

    2. προσποιητός, επιτηδευμένος•

    неестественный цвет лица το μη φυσικό χρώμα του προσώπου•

    неестественный смех, улыбка το προσποιητό γέλιο, χαμόγελο.

    3. αντικανονικός, ασυνήθης.
    4. εξαιρετικός, σπάν ιος•

    -ая величина εξαιρετικό μέγεθος.

    Большой русско-греческий словарь > неестественный

  • 51 незаурядный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    εξαιρετικός, έξοχος, διακεκριμένος, επιφανής.

    Большой русско-греческий словарь > незаурядный

  • 52 необыкновенный

    επ., βρ: -внен, -венна, -о,
    1. έκτακτος, ασυνήθης, -θιστος•

    -ое проис-шствие έκτακτο συμβάν.

    || εξαιρετικός•

    случай εξαιρετική περίπτωση•

    женщина -ой красоты γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς.

    2. παράξενος, αλλόκοτος.

    Большой русско-греческий словарь > необыкновенный

  • 53 неповторимый

    επ., βρ: -рим, -а, -о
    ανεπανάληπτος μοναδικός (στο είδος του). εξαιρετικός.

    Большой русско-греческий словарь > неповторимый

  • 54 несравненный

    επ., βρ: -ннен, -ненна, -о; ασύγκριτος, έξοχος, υπέροχος, εξαιρετικός.

    Большой русско-греческий словарь > несравненный

  • 55 особенный

    επ.
    1. ιδιαίτερος, ιδιάζων, εξαιρετικός, εξιδιασμένος, ίδιος, ασυνήθης, -θιστος•

    особенный способ ιδιαίτερος τρόπος•

    это особенный человек αυτός είναι άλλος άνθρωπος•

    -ые причины ιδιαίτεροι λόγοι•

    -ое свойство ιδιαίτερη ιδιότητα•

    ничего -ого нет τίποτε το ιδιαίτερο.

    2. παλ. ξεχωριστός•

    он жил в -ой комнате αυτός ζούσε σε ξεχωριστό δωμάτιο.

    || ειδικός, για ορισμένη χρήση προοριζόμενος.

    Большой русско-греческий словарь > особенный

  • 56 отменный

    επ., βρ: -мнен, -мнна, -мнно
    1. εξαιρετικός, εξαίρετος, εξαίσιος, υπέροχος, θαυμάσιος, έκτακτος.
    2. παλ. ίδιος, ιδιαίτερος, ιδιόμορφος, ιδιότυπος.

    Большой русско-греческий словарь > отменный

  • 57 первосортный

    επ.
    πρώτης ποιότητας•

    первосортный товар εμπόρευμα πρώτης ποιότητας.

    || υπέροχος, έξοχος εξαιρετικός.

    Большой русско-греческий словарь > первосортный

  • 58 первостатейный

    επ.
    1. παλ. πρώτης κατηγορίας•

    первостатейный купец έμπορας πρώτης κατηγορίας (οι έμποροι στην τσαρική Ρωσία χωρίζονταν σε κατηγορίες).

    2. υπέροχος, πρώτης τάξης ή ποιότητας•

    первостатейный товар εμπόρευμα πρώτης τάξης.

    || σημαντικός, μεγάλος, εξαιρετικός.

    Большой русско-греческий словарь > первостатейный

  • 59 подчёркнутый

    επ. από μτχ.
    έντονος, εκδηλωτικός, χαρακτηριστικός, εξαιρετικός, εμφαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > подчёркнутый

  • 60 превосходный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. παλ. υπέρτερος.
    2. υπέροχος, έξοχος, εξαίσιος, θαυμάσιος, λαμπρός, εξαιρετικός, υπέρτατος.
    εκφρ.
    - ая степень прилагательных и наречий – υπερθετικός βαθμός των επιθέτων και επιρρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > превосходный

См. также в других словарях:

  • εξαιρετικός — ή, ό (Α ἐξαιρετικός, ή, όν) [εξαιρώ] 1. αυτός που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος («εξαιρετική ανάγκη, περίπτωση») 2. εκλεκτός, σπουδαίος, έξοχος («εξαιρετική ευφυΐα, επιμέλεια») 3. (για κακό) υπερβολικός («εξαιρετική αφηρημάδα»)… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος, έκτακτος: Εξαιρετική περίπτωση. 2. εξαίρετος, μοναδικός, διακεκριμένος: Εξαίρετος δικηγόρος. 3. υπερβολικός, που είναι πέρα από το μέτρο: Εξαιρετική αυστηρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξτρα — επίρρ. 1. εξαιρετικής ποιότητας («κρασί έξτρα») 2. πέρα από το κανονικό, επί πλέον («θα πληρώσεις έξτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «εξαιρετικός, εξαιρετικής ποιότητας» προέρχεται από το γαλλ. extra, συντομευμένο τού extra ordinaire «εξαιρετικός» …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… …   Dictionary of Greek

  • έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • ασυνήθης — ( ους), ες (AM ἀσυνήθης, ες) 1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό 2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειρος νεοελλ. 1. σπάνιος, εξαιρετικός 2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος αρχ. (για πρόσωπα) ο μη… …   Dictionary of Greek

  • αυθεντικός — ή, ό (AM αὐθεντικός, ή, όν) [αυθέντης] 1. έγκυρος, γνήσιος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα μσν. νεοελλ. 1. εξαιρετικός 2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος νεοελλ. πρωτότυπος …   Dictionary of Greek

  • αφάνταστος — η, ο (AM ἀφάνταστος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός αρχ. μσν. 1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός 2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»