-
1 ασυνήθιστος
[асинитистос] εκ. непривыкший, необычныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασυνήθιστος
-
2 необыкновенный
необыкновенный ασυνήθιστος- εξαιρετικός, πρωτοφανής (исключительный)' \необыкновенный успех η μεγάλη (или εξαιρετική) επιτυχία* * *ασυνήθιστος; εξαιρετικός, πρωτοφανής ( исключительный)необыкнове́нный успе́х — η μεγάλη ( или εξαιρετική) επιτυχία
-
3 непривычный
-
4 необыкновенный
необыкновенн||ыйприл ἀσυνήθης, ἀσυνήθιστος / ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος, πρωτοφανής (исключительный)! ἰδιόρρυθμος, παράδοξος (странный):в §том нет ничего́ \необыкновенныйого σ' αὐτό δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἐξαιρετικό· \необыкновенныйое легкомыслие ἡ πρωτοφανής ^επιπολαιότητα· \необыкновенныйой красоты Ιξωρετίκης ὀμορφιᾶς. -
5 необычайный
необычайныйприл ἀσυνήθης, -ασυνήθιστος / ἐξαιρετικός (чрезвычайный). -
6 необычный
необычн||ыйприл ἀσυνήθιστος, ἀσυνήθης/ παράξενος (странный):в \необычныйое время σέ ἀσυνήθη ὠρα, σέ ἀκατάλληλη ὠρα -
7 непривычный
непривыч||ныйприл ἀσυνήθιστος, ἀνέθιστος. -
8 неприспособленный
неприспосо́бленн||ыйприл ἀπροσάρμοστος, ἀσυνήθιστος (о человеке)/ ἀκατάλληλος (непригодный). -
9 несвойственный
несвойственн||ыйприл ἀσυνήθιστος, ἀνάρμοστος, ἀσυνήθης:с \несвойственныйым ему́ оживлением μέ ἀσυνήθη ζωηρότητα. -
10 необыкновенный
[νιαμπυκναβιέννυϊ] εκ. ασυνήθιστος, εξαιρετικός -
11 необычайный
[νιαμπυτσάϊνυϊ] εκ. ασυνήθιστος, εξαιρετικός -
12 несвойственный
[νισβόΐστβιννυϊ] εχ. ασυνήθιστος -
13 необыкновенный
[νιαμπυκναβιέννυϊ] επ ασυνήθιστος, εξαιρετικός -
14 необычайный
[νιαμπυτσάϊνυϊ] επ ασυνήθιστος, εξαιρετικός -
15 несвойственный
[νισβόΐστβιννυϊ] εχ. ασυνήθιστος -
16 деревянный
επ.ξύλινος•деревянный дом ξυλόσπιτο•
-ая ложка ξύλινο κουτάλι.
|| μτφ. ανέκφραστος, άτονος, άψυχος•-ое лицо χαύνο πρόσωπο.
|| αναίσθητος, ευήθης, μωρός. || αφύσικος, ασυνήθιστος.εκφρ.- ое масло – πυρηνέλαιο. -
17 диковинный
επ., βρ: -нна, -нно (α. δεν έχει) ασυνήθιστος, παράξενος, αλλόκοτος• εκπληκτικός. -
18 заморский
επ.1. παλ. υπερπόντιος, ξένος, αλλοδαπός, ξενοφερμένος•-ие гости υπερπόντιοι φιλοξενούμενοι.
|| εξωτερικός•-ие товары εμπορεύματα εξωτερικού.
2. παλ. πρωτοφανής, ασυνήθιστος, περίεργος, παράξενος. -
19 небывалый
επ.πρωτοφανής, ασυνήθιστος, ανήκουστος, άνευ προηγουμένου, πρωτοφάνερος, πρωτοείδωτος.(απλ.) αταξίδευτος. -
20 невиданный
επ.πρωτοφανής, πρωτοφάνερος, πρωτοείδωτος• θαυμάσιος, εξαίσιος•невиданный урожай πρωτοφανής σοδειά•
-ое зрелище πρωτοφανές θέαμα.
|| πρωτάκουστος, ανήκουστος•-ые ус-пхи πρωτάκουστες επιτυχίες.
|| μυστηριώδης, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασυνήθιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνηθίσει σε κάτι, ο αμάθητος 2. σπάνιος 3. ιδιόρρυθμος … Dictionary of Greek
ασυνήθιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος, σπάνιος, εξαιρετικός: Το παιδί αυτό δείχνει μιαν ασυνήθιστη ωριμότητα. 2. αυτός που δεν εξοικειώθηκε με κάτι, άπειρος, ατζαμής: Είναι ακόμη το παιδί ασυνήθιστο στη δουλειά αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλόκοτος — η, ο (Α ἀλλόκοτος, ον) ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης αρχ. φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη «ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + κότος «οργή, έχθρα,… … Dictionary of Greek
ιδιότροπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότροπος, ον) 1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.) 2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα») νεοελλ. δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
άτοπος — η, ο (AM ἄτοπος, ον) 1. απρεπής, ανάρμοστος 2. το ουδ. ως ουσ. α) (στον εν.) κάτι το λογικά απαράδεκτο β) στον πληθ. παράνομες πράξεις 3. φρ. «η εις άτοπον απαγωγή» αποδεικτική διαδικασία στη λογική και στα μαθηματικά με την αναγωγή του… … Dictionary of Greek
άφιππος — ἄφιππος, ον (Α) 1. άπειρος, ασυνήθιστος στην ιππασία 2. αυτός που δεν έχει ιππικό 3. (για τόπο) ακατάλληλος για ιππασία … Dictionary of Greek
έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… … Dictionary of Greek
έκτοπος — ἔκτοπος, ον (AM) I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο 2. ξένος, αλλοδαπός 3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος 4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου 5. «ἔκτοπον ἔξοδον» (Ησύχ.) II. επίρρ. ἐκτόπως… … Dictionary of Greek
έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… … Dictionary of Greek