Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ελαφρά

  • 1 ελαφρά

    [элафра] εκίρ. легко

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελαφρά

  • 2 слегка

    слегка
    нареч ἐλαφρά [-ῶς]:
    \слегка косну́ть-ся ἐγγίζω ἐλαφρά· \слегка кашлянуть βήχω ἐλαφρά.

    Русско-новогреческий словарь > слегка

  • 3 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 4 притворить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κλείνω ελαφρά•

    притворить за собой дверь κλείνω πίσω μου ελαφρά την πόρτα.

    κλείνομαι ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > притворить

  • 5 индустрия

    индустрия ж η βιομηχανία тяжёлая (лёгкая) \индустрия η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία
    * * *
    ж
    η βιομηχανία

    тяжёлая (лёгкая) индустри́я — η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία

    Русско-греческий словарь > индустрия

  • 6 налегке

    налегке 1) (легко одетый) ελαφρά ντυμένος 2) (без багажа) χωρίς αποσκευές
    * * *
    1) ( легко одетый) ελαφρά ντυμένος
    2) ( без багажа) χωρίς αποσκευές

    Русско-греческий словарь > налегке

  • 7 слегка

    слегка ελαφρά, ελάχιστα* μόλις (едва)
    * * *
    ελαφρά, ελάχιστα; μόλις ( едва)

    Русско-греческий словарь > слегка

  • 8 легкий

    легк||ий
    прил ἐλαφρός, ἀβαρής / ἐΰκο-λος (нетрудный)! εὐστροφος, εὐκίνητος, σβέλτος (проворный):
    \легкийая работа ἡ ἐλαφριά δουλειά· \легкийое наказание ἡ ἐλαφρά ποινή, ἡ μικρή τιμωρία· \легкий завтрак τό ἐλαφρό[ν] πρόγευμα· \легкийое вино τό ἐλαφρό κρασί· \легкийое чтение τό εὐκολο ἀνάγνωσμα· \легкийая промышленность ἡ ἐλαφρά βιομηχανία· ◊ \легкий характер ὁ βολικός (или καλοβολος) χαρακτήρας· \легкийая атлетика спорт. ὁ ἀθλητισμός στίβου· с\легкийим сердцем μέ ἐλαφριά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > легкий

  • 9 налегке

    επίρ.
    1. ελαφρά (κατά το βάρος).
    2. ελαφρά (ντυμένος).

    Большой русско-греческий словарь > налегке

  • 10 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

  • 11 подкрасить

    ρ.σ.μ.
    1. βάφω• χρωματίζω, μπογιατίζω (λίγο, ελαφρά).
    2. βάφω ακόμα λίγο.
    φτιασιδώνομαι, βάφομαι λίγο, ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > подкрасить

  • 12 подогнуть

    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)διπλώνω•

    подогнуть край листа διπλώνω την άκρη του φύλλου.

    2. λυγίζω, κάμπτω ελαφρά• βάζω αποκάτω, μαζεύω•

    ноги μαζεύω τα πόδια•

    прыгун -ул колени ο άλτης λύγισε λίγο τα γόνατα.

    1. (ανα)-διπλώνομαι,
    2. κάμπτομαι, λυγίζω ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > подогнуть

  • 13 подпечь

    ρ.σ.μ.
    1. ψήνω (λίγο, ελαφρά).
    2. (απλ.) καίω, ψήνω στον ήλιο.
    ψήνομαι (λίγο., ελαφρά).

    Большой русско-греческий словарь > подпечь

  • 14 подпудрить

    ρ.σ.μ. πουδράρω λίγο, ελαφρά.
    πουδράρομ,αι λίγο, ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > подпудрить

  • 15 припудрить

    ρ.σ.μ. πουδράρω λίγο, ελαφρά.
    πουδράρομαι λίγο, ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > припудрить

  • 16 сострогать

    ρ.σ.μ. πλανίζω ελαφρά.
    πλανίζομαι ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > сострогать

  • 17 трогать

    ρ.δ.μ.
    1. θίγω, εγγίζω• ψαύω, άπτομαι•

    трогать пальцем εγγίζω με το δάχτυλο.

    || επιθέτω• ακουμπώ. || παίρνω•

    эти деньги не -айте! αυτά τα χρήματα μην τα πειράζετε! || επιχειρώ κάτι• επιλαμβάνομαι, ανησυχώ ενοχλώ•

    никто здесь нас не трогал κανένας εδώ δε μας ενοχλούσε.

    || επιτίθεμαι•

    собака эта никого не -ает αυτό το σκυλί δε χύνεται σε κανέναν.

    2. μτφ. κινώ ελαφρά, προκαλώ ελαφρά κίνηση.
    3. μτφ. συγκινώ•

    меня -ает е судьба με συγκινεί η τύχη της•

    трогать до слз συγκινώ μέχρι δάκρυα•

    его речь -ает сердца слушателей ο λόγος του συγκινεί τις καρδιές των ακροατών.

    4. κουνώ, κινώ, παρακινώ, παροτρύνω.
    5. ξεκινώ, εκκινώ•

    лошади -ают τα άλογα ξεκινούν.

    || трогатьай προστκ. (για άλογο, αμαξά κ.τ.τ.)• άιντε, ξεκινά, πάμε, τράβα.
    1. θίγω, εγγίζω, άπτομαι• ψαύω.
    2. ξεκινώ, εκκινώ• αναχωρώ, φεύγω•

    поезд -ается το τρένο ξεκινά•

    трогать в путь ξεκινώ για δρόμο (πορεία)•

    3. μετακινούμαι•

    не трогать с места δεν το κουνώ από τη θέση.

    4. μτφ. συγκινούμαι• — до слз συγκινούμαι μέχρι δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > трогать

  • 18 тронуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тронутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βλ. трогать.
    2. θίγω, βλάπτω λίγο• πειράζω•

    мороз -ул деревья η παγωνιά πείραξε τα δέντρα•

    пожар не -ул нашего дома η πυρκαγιά δεν ε-πεξετάθηκε στο σπίτι μας•

    оспа -ла его лицо η ευλογιά άφησε λίγα σημάδια στο πρόσωπο του.

    3. ξεκινώ, εκκινώ, αναχωρώ, φεύγω.
    1. βλ. трогаться.
    2. θίγομαι, βλάπτομαι λίγο, πειράζομαι.
    3. κινούμαι ελαφρά, κάνω ελαφρά κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > тронуть

  • 19 тухлинка

    θ.
    ελαφρά δυσοσμία (από φθορά τροφίμων)•

    мясо с -ой κρέας με ελαφρά δυσοσμία.

    Большой русско-греческий словарь > тухлинка

  • 20 чутко

    επίρ.
    με λεπτότητα, προσεχτικά, με αβρότητα• ευαίσθητα. || ελαφρά•

    спать — κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > чутко

См. также в других словарях:

  • ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαφρά — επίρρ. βλ. ελαφρός …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφρᾷ — ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης …   Dictionary of Greek

  • ἐλάφρ' — ἐλαφρά , ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαφρέ , ἐλαφρός light in weight masc voc sg ἐλαφραί , ἐλαφρός light …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… …   Dictionary of Greek

  • λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφρᾶι — ἐλαφρᾷ , ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφράν — ἐλαφρά̱ν , ἐλαφρός light in weight fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφράς — ἐλαφρά̱ς , ἐλαφρός light in weight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»