-
21 гиповитаминоз
мед. η υποβιταμίνωση (ελαφρά μορφή αβιταμίνωσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гиповитаминоз
-
22 индустрия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индустрия
-
23 подкрашивать
βάφω ελαφρά, χρωματίζω συμπληρωματικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подкрашивать
-
24 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
25 промышленность
промышленность ж η βιομηχανία- тяжёлая (лёгкая) \промышленность η βαριά (ελαφρό) βιομηχανία* основные отрасли \промышленностьи οι κύριοι κλάδοι της βιομηχανίας* * *жη βιομηχανίαтяжёлая (лёгкая) промы́шленность — η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία
основны́е о́трасли промы́шленности — οι κύριοι κλάδοι της βιομηχανίας
-
26 душок
душ||окм разг1. ἡ ἐλαφρά μυρωδιά, ἡ τάγγη, ἡ μοδχλα:мясо с \душокком κρέας πού ἀρχίζει νά μυρίζει·2. перен ἡ ὀσμή, ἡ βώχα:неприятный \душок ἡ δυσάρεστη ὀσμή. -
27 забываться
забыва||ться1. (впадать в сонное состояние) χάνω τίς αἰσθήσεις μου / τόν παίρνω ἐλαφρά, ἀποκοιμιέμαι, λαγοκοι-μιέμαι (дремать)·2. (замечтаться) ρεμβάζω, ὁνειροπολώ·3. (переходить границы дозволенного) ξεχνώ ποῦ βρίσκομαι, παρεκτρέπομαι, ξεπερνώ τά ὀρια:не \забыватьсяйтесь! μήν παρεκτρέπεστε! -
28 заморозки
заморозкимн. ἡ ἐλαφρά παγωνιά, ὁ ἐλαφρός παγετός. -
29 запорошить
запорошитьсов1. (начать порошить) ἀρχίζω νά σκεπάζω·2. (покрыть) σκεπάζω ἐλαφρά. -
30 индустрия
индустрияж ἡ βιομηχανία:тяжелая \индустрия ἡ βαρείά βιομηχανία· легкая \индустрия ἡ ἐλαφρά βιομηχανία. -
31 музыка
му́зык||аж ἡ μουσική:симфоническая \музыка ἡ συμφωνική μουσική· камерная \музыка ἡ μουσική δωματίου· легкая \музыка ἡ ἐλαφρά μουσική· танцевальная \музыка ἡ μουσική χοροῦ· учитель \музыкаи ὁ μουσικοδιδάσκαλος. -
32 надрывать
надрыв||а́тьнесов1. σχίζω ἐλαφρά, μισοσχίζω·2. перен:·\надрыватьа́ть здоровье φθείρω (или χαλῶ) τήν ὑγεία μου· \надрыватьать свои́ силы παθαίνω ὑπερκόπωση· ◊ \надрыватьать живот со смеху σκάζω στά γέλια, πονά ἡ κοιλιά μου ἀπ' τά γέλια. -
33 налегке
налегкенареч1. (без багажа) χωρίς ἀποσκευές·2. (в легком костюме) ἐλαφρά ντυμένος. -
34 недомогание
недомоганиес ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀνημπο-ριά:чувствовать \недомогание εἶμαι ἀδιάθετος· легкое \недомогание ἐλαφρά ἀδιαθεσία -
35 отдаленный
отдаленн||ый1. прич. от отдалить.2. прил ἀπομακρυσμένος, ἀπομεμακρυσμένος, μακρινός / ἀπόκεντρος, παράμερος (о местности, времени):\отдаленныйое представление ἡ ἀμοδρά ἰδέα· \отдаленныйое родство́ ἡ μακρυνή συγγένεια· \отдаленныйое сходство ἡ ἐλαφρά ὁμοιότης· это имеет \отдаленныйое сходство с чем-л. αὐτό θυμίζει κάτι. -
36 подвигать
подви́гать Iсое. κουνώ ἐλαφρά, σαλεύω:-\подвигать пальцами κουνώ τά δάκτυλα, σαλεύω τά δάκτυλαподвига́ть IIнесов1. μετακινώ (передвигать) I πλησιάζω (//гг.), φέρνω πιό κοντά, φέρω πλησίον (приближать)·2. (ρα· боту, дело и т. п.) προωθώ. -
37 подергать
подерг||атьсов τραβώ ἐλαφρώς, σέρνω ἐλαφρά. -
38 подкрашивать
подкрашиватьнесов βάφω ἐλαφρά [-ῶς], βάφω:\подкрашивать гу́бы βάφω τά χείλια. -
39 подталкивать
подталкиватьнесов1. σπρώχνω λιγάκι, σκουντώ ἐλαφρά:\подталкивать локтем σπρώχνω μέ τόν ἀγκώνά2. перен (побуждать) παρακινώ, ὠθῶ, προτρέπω. -
40 покачиваться
покачивать||сяκουνιέμαι λιγάκι / τρικλίζω ἐλαφρά (шататься).
См. также в других словарях:
ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφρά — επίρρ. βλ. ελαφρός … Dictionary of Greek
ἐλαφρᾷ — ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης … Dictionary of Greek
ἐλάφρ' — ἐλαφρά , ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαφρέ , ἐλαφρός light in weight masc voc sg ἐλαφραί , ἐλαφρός light … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
ἐλαφρᾶι — ἐλαφρᾷ , ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφράν — ἐλαφρά̱ν , ἐλαφρός light in weight fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφράς — ἐλαφρά̱ς , ἐλαφρός light in weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)