-
121 покачнуть(ся)
ρ.σ.βλ. качнуть(ся) με σημ. ελαφρά. -
122 покашливать
ρ.δ.βλ. кашлять με σημ. ελαφρά, ενίοτε. -
123 поколыхивать(ся)
ρ.δ.βλ. колыхать(ся) με σημ. ενίοτε, ελαφρά. -
124 покров
-а α.1. κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη• περίβλημα•-растительности βλάστηση• χλωρίδα•
снежный покров στρώμα χιονιού•
волосяной покров τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα•
кожный покров δερμάτινο κάλυμμα•
покров тумана στρώμα ομίχλης.
2. παλ. καλύπτρα, νυφικό πέπλο. || παλ. το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. || -ы πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.3. παλ. προστασία, σκέπη.εκφρ.под -ом темноты, ночи – καλυπτόμενος από το σκοτάδι, τη νύχτα•набросить покров – ρίχνω στάχτη στα μάτια (αποπλανώ).• снять (сорвать) покров ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσωπείο•покров ночи – ο πέπλος της νύχτας. -
125 покручивать
ρ.δ.μ.βλ. крутить με σημ. ελαφρά, ενίοτε. -
126 покрякивать
ρ. σ.βλ. крякать ελαφρά, ενίοτε. -
127 покряхтывать
ρ.δ.βλ. кряхтеть με σημ. ελαφρά, ενίοτε. -
128 покусывать
ρ.σ.μ. δαγκώνω κάποτε ή ελαφρά.
См. также в других словарях:
ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφρά — επίρρ. βλ. ελαφρός … Dictionary of Greek
ἐλαφρᾷ — ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης … Dictionary of Greek
ἐλάφρ' — ἐλαφρά , ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαφρέ , ἐλαφρός light in weight masc voc sg ἐλαφραί , ἐλαφρός light … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
ἐλαφρᾶι — ἐλαφρᾷ , ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφράν — ἐλαφρά̱ν , ἐλαφρός light in weight fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφράς — ἐλαφρά̱ς , ἐλαφρός light in weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)