-
101 подранить
ρ.σ.μ. (κυνηγ.) τραυματίζω, λαβώνω, πληγώνω ελαφρά. -
102 подсветить
ρ.σ.μ. φέγγω ελαφρά από τα κάτω. -
103 подсохнуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. подсох-ла, -ло ξηραίνομαι, στεγνώνω ελαφρά, λίγο. -
104 подстрогать
ρ.σ.μ. πλανίζω λίγο, ελαφρά. -
105 подстругать
-
106 подсушить
-
107 подсушка
-и θ.στέγνωμα, ξήρανση ελαφρά. -
108 подталкивание
-я ουδ.ώθηση, σπρώξιμο ελαφρά. -
109 подтачивать
ρ.δ.βλ. постачать.υπορράπτομαι, γαζώνομαι αποκάτω.ρ.δ.βλ. подточить.ακονίζομαι λίγο, τροχίζομαι ελαφρά. -
110 подтирать
-
111 подхрапывать
ρ.δ. ροχαλίζω, ρεγχάζω ελαφρά. -
112 подцветить
-цвечу, -цветишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подцвеченный, βρ: -чен, -а, -о;1. χρωματίζω, βάφω ελαφρά ή πιο ζωηρά.2. διαποικίλλω, πλουμίζω. -
113 подцвечивать
ρ.δ.βλ. подцветить.-ея χρωματίζομαι, βάφομαι ελαφρά ή πιο ζωηρά. -
114 подшаркнуть
ρ.σ. σέρνω ελαφρά τα πόδια ή τα παπούτσια. -
115 поехидничать
ρ.σ. ειρωνεύομαι δηκτικά για λίγο ή ελαφρά. -
116 позванивать
ρ.δ.βλ. звенеть (κάποτε ή ελαφρά). -
117 позвякивать
ρ.δ.βλ. звякать (κάποτε, ελαφρά). -
118 познабливание
-я ουδ.ελαφρά ψύξη, κρύωμα• ρίγος. -
119 познабливать
ρ.σ.βλ. знобить (ελαφρά, ενίοτε). -
120 покалить
ρ.σ.μ.βλ. калить (με σημ. λίγο χρόνο ή ελαφρά).
См. также в других словарях:
ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφρά — επίρρ. βλ. ελαφρός … Dictionary of Greek
ἐλαφρᾷ — ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης … Dictionary of Greek
ἐλάφρ' — ἐλαφρά , ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαφρέ , ἐλαφρός light in weight masc voc sg ἐλαφραί , ἐλαφρός light … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
ἐλαφρᾶι — ἐλαφρᾷ , ἐλαφρός light in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφράν — ἐλαφρά̱ν , ἐλαφρός light in weight fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφράς — ἐλαφρά̱ς , ἐλαφρός light in weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)