-
1 ελαττώνω
[элаггоно] р. уменьшать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελαττώνω
-
2 снижать
сниж||а́тьнесов1. χαμηλώνω, κατεβάζω:\снижать самолет κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό ἀεροπλάνο·2. (уменьшать) ἐλαττώνω, μειώνω:\снижать себестоимость про-ду́кции μειώνω (или ἐλαττώνω) τό κόστος τής παραγωγής· \снижать цены μειώνω (или ἐλαττώνω) τίς τιμές·3. (по службе) ὑποβιβάζω· ◊ \снижать тон χαμηλώνω τόν τόνο. -
3 сократить
сократитьсов, сокращать несов1. (делать короче) κονταίνω (μ«τ), βραχύνω συντομεύω·2. (уменьшать в количестве, объеме) ἐλαττώνω, περικόπτω, λιγοστεύω:\сократить штаты ἐλαττώνω τό προσωπικό· \сократить производство чего́-л. ἐλαττώνω τήν παραγωγή·3. (увольнять) разг ἀπολύω (εργάτες ζπαλλήλοος)·4. мат ἀπλοποιώ. -
4 уменьшать
уменьш||атьнесов μικραίνω, λιγοστεύω (μετ.), ἐλαττώνω, μειώνω/ περικόπτω (сокращать)/ μετριάζω (смягчать):\уменьшать цену ἐλαττώνω τήν τιμή· \уменьшать вес ἐλαττώνω τό βάρος. -
5 понизить
-
6 преуменьшить
преуменьшить μειώνω, ελαττώνω- υποτιμώ (недооценивать)* * *μειώνω, ελαττώνω; υποτιμώ ( недооценивать) -
7 смягчать
-
8 снизить
-
9 сократить
сократить, сокращать 1) συντομεύω 2) (уменьшить) μειώνω, ελαττώνω* * *= сокращать1) συντομεύω2) ( уменьшить) μειώνω, ελαττώνω -
10 уменьшить
-
11 ослабеватьять
ослабевать||ятьнесов1. ἐξασθενώ (μετ.), ἀδυνατίζω (μετ.)·2. (уменьшать) χαλαρώνω, μετριάζω, λιγοστεύω, ἐλαττώνω:\ослабеватьятьять напор μετριάζω τἡν πίεση· \ослабеватьятья́ть внимание ἐλαττώνω τήν προσοχή·3. (делать менее строгим) ἐλαφρύνω, καταπραύνω:\ослабеватьятьять Дисциплину χαλαρώνω τήν πειθαρχία·4. (делать менее натянутым) ἀπολύω, μο-λάρω, λασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω. -
12 поиижать
поииж||атьнесов1. ἐλαττώνω, μειώνω, χαμηλώνω, κατεβάζω:\поиижать температуру ἐλαττώνω (или κατεβάζω) τή θερμοκρασία· \поиижать голос χαμηλώνω τή φωνή μου· \поиижать к£чество χειροτερεύω τήν ποιότητα·2. (по службе) ὑποβιβάζω. -
13 убавить
убавитьсов, убавлять несов1. ἐλαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω (уменьшить)/ κονταίνω, βραχύνω (укоротить)/ στενεύω, περιορίζω (сузить) \убавить расходы λιγοστεύω τά ἔξοδα· \убавить скорость ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· \убавить шагу βαδίζω πιό σιγά·2. (в весе) разг:больной убавил в весе ὁ ἄρρωστος ἔχασε βάρος. -
14 урезать
урезатьсов, урезать несов прям., перен κόβω, κονταίνω (делать короче)/ ἐλαττώνω, (ό)λιγοστεύω (μετ.) (уменьшать) /περικόπτω,· περιορίζω (сокращать):\урезать расходы ἐλαττώνω τά Εξοδα. -
15 замедлить
ρ.σ.1. μ. επιβραδύνω την κίνηση• ελαττώνω, κόβω την ταχύτητα•замедлить шаг κοντεύω το βήμα•
замедлить движение поезда ελαττώνω την ταχύτητα του τραίνου.
2. αμ. χρονοτριβώ• καθυστερώ, αργώ.επιβραδύνομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
16 ослабить
-блю, -бишьρ.σ.μ.1. εξασθενίζω, αδυνατίζω•ослабить неприятеля εξασθενίζω τον εχθρό.
2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω•ослабить давление ελαττώνω την πίεση.
3. ξεσφίγγω, χαλαρώνω, ξελασκάρω•ослабить пояс ξεσφίγγω τη ζώνη•
ослабить подводья χαλαρώνω τα χαλινά.
-
17 понизить
-нижу, -низишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пониженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. χαμηλώνω•понизить забор χαμηλώνω τον περίβολο.
2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• κατεβάζω•понизить давление ελαττώνω την πίεση•
понизить цену μειώνω την τιμή•
понизить температуру κατεβάζω τη θερμοκρασία.
3. υποβιβάζω (βαθμό, αξίωμα).μουσ. χαμηλώνω•понизить тон струны χαμηλώνω τον τόνο της χορδής•
понизить голос χαμηλώνω τη φωνή.
1. χαμηλώνω, γίνομαι πιο χαμηλός.2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• κατεβαίνω. -
18 снизить
сшиу, снизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сниженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• κατεβάζω, χαμηλώνω•снизить давление λιγοστεύω την πίεση•
цен κατεβάζω τις τιμές, κάνω εκπτώσεις•
скорость ελαττώνω την ταχύτητα•
снизить интерес μειώνω το ενόιαφέρο•
снизить голос χαμηλώνω τη φωνή.
κατεβαίνω, κατέρχομαι• χαμηλώνω. || μτφ. μειώνομαι, ελαττώνομαι• πέφτω•цены -лись οι τιμές έπεσαν•
температура -лась η θερμοκρασία έπεσε.
-
19 убавить
-влю -вишь ρ.σ.μ.μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω, συντομεύω• κοντεύω, βραχύνω•убавить цену κατεβάζω την τιμή•
убавить размер μειώνω το μέγεθος•
убавить скорость ελαττώνω την ταχύτητα•
убавить расходы περιορίζω τα έξοδα•
убавить свет ή света λιγοστεύω το φως•
убавить рукава κοντεύω τα μανίκια•
убавить срок συντομεύω την προθεσμία.
|| αδυνατίζω, ξεπέφτω, χάνω από το βάρος μου•убавить в весе χάνω από το βάρος μου.
μειώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
20 дросселировать
1. (поток газа, пара или жидкости) αποπνίγω, στραγγαλίζω τη ροή του ατμού, αερίου κ.λπ. 2. (две) ελαττώνω τη ταχύτητα της μηχανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дросселировать
См. также в других словарях:
ελαττώνω — ελαττώνω, ελάττωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ελαττώνω — (AM ἐλαττῶ, όω Α και ἐλασσῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο 2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του αρχ. μσν. ἐλαττοῡμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ … Dictionary of Greek
ελαττώνω — ελάττωσα, ελαττώθηκα, ελαττωμένος, μτβ., κάνω κάτι λιγότερο ή μικρότερο, μειώνω, λιγοστεύω, περιορίζω: Πρέπει να ελαττώσεις το κάπνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… … Dictionary of Greek
παραμινύθω — Α ελαττώνω, σμικρύνω («ἤν παραμινυθέωσι τῆς αὐξήσεως τοῡ ἐμβρύου αἱ μῆτραι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μινύθω «ελαττώνω»] … Dictionary of Greek
συναπομειώ — όω, Α σμικρύνω, ελαττώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπομειῶ «ελαττώνω»] … Dictionary of Greek
χαμηλώνω — Ν [χαμηλός] 1. κάνω χαμηλό κάτι, ελαττώνω το ύψος του 2. φέρνω κάτι πιο κοντά στο έδαφος, κατεβάζω 3. ελαττώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση (α. «χαμήλωσε το φως» β. «χαμήλωσε την τηλεόραση») 4. (σχετικά με τιμή εμπορεύματος) μειώνω,… … Dictionary of Greek
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek