Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ελαττώνω

  • 81 споловинить

    ρ.σ.μ. (απλ.) λιγοστεύω (μειώνω, ελαττώνω) στο μισό.

    Большой русско-греческий словарь > споловинить

  • 82 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

  • 83 срезать

    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω•

    срезать цветов κόβω λουλούδια•

    срезать провода κόβω τα καλώδια.

    || μειώνω, ελαττώνω•

    срезать ставку περικόπτω το μισθό.

    2. μτφ. σκοτώνω, φονεύω• θερίζω•

    снаряд его -ал τον έκανε κομμάτια το βλήμα.

    || κατασυγκλονίζω, συνταράσσω• καταπτοώ•

    новое несчастье -ло е το καινούριο δυστύχημα την κατασυγκλόνησε.

    3. μτφ. διακόπτω (ομιλούντα) • συγχύζω.
    4. (απλ.) απορρίπτω (κόβω) στις εξετάσεις•

    его -ал преподаватель математики τον έκοψε ο καθηγητής των μαθηματικών.

    1. (απλ.) απορρίπτομαι, κόβομαι (στις εξετάσεις).
    2. λογομαχώ, φιλονικώ. || παίζω πεισματώδικα, με μανία•

    срезать в карты παίζω με μανία χαρτιά.

    ρ.δ.
    βλ. срезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > срезать

  • 84 ужать

    ужму, ужмшь ρ.σ.μ. στενεύω, μαζεύω, περιορίζω το μέγεθος. || μτφ. (απλ.) λιγοστεύω, ελαττώνω• σφίγγω•
    στενεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.μ. (διαλκ.) θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ужать

  • 85 уменьшить

    -шу, -шишь κ. уменьшить
    -шу,
    шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.
    уменьшенный, βρ: -шен, -а, -о
    κ. уменьшенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.μ. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• μικραίνω• σμικρύνω.
    μειώνομαι, ελαττώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > уменьшить

  • 86 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

См. также в других словарях:

  • ελαττώνω — ελαττώνω, ελάττωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ελαττώνω — (AM ἐλαττῶ, όω Α και ἐλασσῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο 2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του αρχ. μσν. ἐλαττοῡμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ …   Dictionary of Greek

  • ελαττώνω — ελάττωσα, ελαττώθηκα, ελαττωμένος, μτβ., κάνω κάτι λιγότερο ή μικρότερο, μειώνω, λιγοστεύω, περιορίζω: Πρέπει να ελαττώσεις το κάπνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …   Dictionary of Greek

  • μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • παραμινύθω — Α ελαττώνω, σμικρύνω («ἤν παραμινυθέωσι τῆς αὐξήσεως τοῡ ἐμβρύου αἱ μῆτραι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μινύθω «ελαττώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναπομειώ — όω, Α σμικρύνω, ελαττώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπομειῶ «ελαττώνω»] …   Dictionary of Greek

  • χαμηλώνω — Ν [χαμηλός] 1. κάνω χαμηλό κάτι, ελαττώνω το ύψος του 2. φέρνω κάτι πιο κοντά στο έδαφος, κατεβάζω 3. ελαττώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση (α. «χαμήλωσε το φως» β. «χαμήλωσε την τηλεόραση») 4. (σχετικά με τιμή εμπορεύματος) μειώνω,… …   Dictionary of Greek

  • αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»