-
1 υποτιμώ Гипотимо][/*] р. обесцендеать, снижать цену,
[ипотропи] ουσ. в.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποτιμώ Гипотимо][/*] р. обесцендеать, снижать цену,
-
2 умалять
умалятьнесов ὑποτιμώ, μειώνω:\умалять достоинство ὑποτιμώ τήν ἀξία· \умалять значение ὑποτιμώ τή σημασία. -
3 дискредитировать
-
4 обесценивать
-
5 преуменьшить
преуменьшить μειώνω, ελαττώνω- υποτιμώ (недооценивать)* * *μειώνω, ελαττώνω; υποτιμώ ( недооценивать) -
6 недооценить
-ценю, -ценишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недооценённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.υποτιμώ, παραγνωρίζω•недооценить силы врага υποτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.
-
7 уценить
-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уценённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ. υποτιμώ, πουλώ με έκπτωση (κυρίως για εμπόρευμα που δεν πουλιέται)•уценить одежду старых фасонов υποτιμώ τα ενδύματα παλαι.άς μόδας.
-
8 недооценка
η υποτίμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недооценка
-
9 обесценивание
(денег) η υποτίμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обесценивание
-
10 преуменьшать
μειώνω, ελαττώνω, υποτιμώ, - ение η μείωση, η ελάττωση, η υποτίμηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преуменьшать
-
11 уценить
торг. υποτιμώ, κάνω έκπτωση-ка η υποτίμηση, η έκπτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уценить
-
12 недооценивать
недооцениватьнесов, недооценить сов ὑποτιμῶ, παραγνωρίζω. -
13 обесценениеивать
обесценение||иватьнесов ἐξευτελίζω / ὑποτιμώ (деньги, тж. перен). -
14 недооценивать
[νινταατσένιβατ"] ρ. υποτιμώ -
15 умалять
[ουμαλγιάτ'] ρ. υποτιμώ -
16 недооценивать
[νινταατσένιβατ"] ρ υποτιμώ -
17 умалять
[ουμαλγιάτ'] ρ υποτιμώ -
18 дешевить
-влю, -вишь, ρ.δ. (απλ.) υποτιμώ, κατεβάζω την τιμή. -
19 мельчить
-чу, -чишьρ.δ.μ.1. τρίβω•мельчить комья соли τρίβω κομμάτια αλατιού.
|| λεπτοκοπώ, λιανίζω.2. μικραίνω, μειώνω τη σημασία υποβιβάζω, υποτιμώ. -
20 небречь
-регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ., небрг-регла, -лоρ.δ. παλ.1. περιφρονώ, υποτιμώ,2. αδιαφορώ, παραμελώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υποτιμώ — ὑποτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] 1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.) 2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες τού… … Dictionary of Greek
υποτιμώ — υποτιμάω / υποτιμώ (παρατατ. ούσα), υποτίμησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποτιμώ — υποτίμησα, υποτιμήθηκα, υποτιμημένος 1. ελαττώνω την τιμή πώλησης ενός πράγματος: Υποτιμήθηκαν τα παπούτσια. 2. μτφ., κρίνω κάτι κατώτερο από την πραγματική του αξία, παραγνωρίζω, δεν εκτιμώ όσο πρέπει: Μην υποτιμάς τον αντίπαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επευωνίζω — ἐπευωνίζω (Α) 1. υποτιμώ, κατεβάζω την τιμή ενός πράγματος 2. πουλώ σε πολύ χαμηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευωνίζω «εξευτελίζω, υποτιμώ»] … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
αψηφώ — ( άω) [άψηφος] δεν υπολογίζω κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ … Dictionary of Greek
κακοηθίζομαι — (Α) [κακοήθης] 1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι* 2. υποτιμώ, διαθάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.) … Dictionary of Greek
καταλαζονεύομαι — (Α) 1. μιλώ με αλαζονεία, με κομπασμό («οἶάπερ φήσει καὶ καταλαζονεύσεται πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. μεγαλοποιώ κάτι με αλαζονικό τρόπο («καταλαζονευομένου περί τε τοῡ πλούτου καὶ τοῡ πλήθους τῶν μαθητῶν», Ισοκρ.) 3. υποτιμώ κάποιον από αλαζονεία 4 … Dictionary of Greek
κατασμικρίζω — (Α) υποτιμώ, υποβιβάζω, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σμικρίζω «ψιλοκοσκινίζω»] … Dictionary of Greek
καταφαυλίζω — (Α) χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ] … Dictionary of Greek
καταφρονίζω — (Μ καταφρονίζω) υποτιμώ την αξία κάποιου πράγματος, περιφρονώ κάτι («λίθον πολλὰ πολύτιμον... ποὺ τὸν καταφρονίζει», Σουμμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. < κατ ε φρόν ησ α, αόρ. τού καταφρον ῶ, κατά το σχήμα ἐ κόμ ισ α: κομ ίζω] … Dictionary of Greek