Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υποτιμώ

См. также в других словарях:

  • υποτιμώ — ὑποτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] 1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.) 2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες τού… …   Dictionary of Greek

  • υποτιμώ — υποτιμάω / υποτιμώ (παρατατ. ούσα), υποτίμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποτιμώ — υποτίμησα, υποτιμήθηκα, υποτιμημένος 1. ελαττώνω την τιμή πώλησης ενός πράγματος: Υποτιμήθηκαν τα παπούτσια. 2. μτφ., κρίνω κάτι κατώτερο από την πραγματική του αξία, παραγνωρίζω, δεν εκτιμώ όσο πρέπει: Μην υποτιμάς τον αντίπαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επευωνίζω — ἐπευωνίζω (Α) 1. υποτιμώ, κατεβάζω την τιμή ενός πράγματος 2. πουλώ σε πολύ χαμηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευωνίζω «εξευτελίζω, υποτιμώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • αψηφώ — ( άω) [άψηφος] δεν υπολογίζω κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ …   Dictionary of Greek

  • κακοηθίζομαι — (Α) [κακοήθης] 1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι* 2. υποτιμώ, διαθάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.) …   Dictionary of Greek

  • καταλαζονεύομαι — (Α) 1. μιλώ με αλαζονεία, με κομπασμό («οἶάπερ φήσει καὶ καταλαζονεύσεται πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. μεγαλοποιώ κάτι με αλαζονικό τρόπο («καταλαζονευομένου περί τε τοῡ πλούτου καὶ τοῡ πλήθους τῶν μαθητῶν», Ισοκρ.) 3. υποτιμώ κάποιον από αλαζονεία 4 …   Dictionary of Greek

  • κατασμικρίζω — (Α) υποτιμώ, υποβιβάζω, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σμικρίζω «ψιλοκοσκινίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταφαυλίζω — (Α) χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ] …   Dictionary of Greek

  • καταφρονίζω — (Μ καταφρονίζω) υποτιμώ την αξία κάποιου πράγματος, περιφρονώ κάτι («λίθον πολλὰ πολύτιμον... ποὺ τὸν καταφρονίζει», Σουμμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. < κατ ε φρόν ησ α, αόρ. τού καταφρον ῶ, κατά το σχήμα ἐ κόμ ισ α: κομ ίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»