Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εδώ

  • 1 тут

    επίρ.
    1. εδώ, ενταύθα, ενθάδε•

    вы ждите меня тут να με περιμένετε εδώ•

    он был тут αυτός ήταν εδώ•

    тут всё есть εδώ υπάρχουν όλα ή απ όλα.

    || αυτόν τον καιρό, τότε. || σε αυτή την περίπτωση.
    2. μόριο
    επιτακ. με τις αντωνυμίες: какой, где, когда, куда- δα, εδώ.
    εκφρ.
    тут же: – παρευθύς, αμέσως, την ίδια στιγμή•
    тут как тут – πάνω στην κουβέντα, όπου φωνή κι ο γάιδαρος• (да) и всё тут εδώ και τέλος, εδώ και τελειώνει οριστικά (κουβέντα, υπόθεση)•
    что тут и чего тутβλ. что там (λ. там)• не тут-то было δεν ήρθε βολικά ή δέξια, όπως νόμιζα ή υπολόγιζα.
    α. κ. тута
    θ.
    η μουριά, η συκαμινιά, μορέα.

    Большой русско-греческий словарь > тут

  • 2 здесь

    επίρ, εδώ, σ αυτό το μέρος, ενταύθα, ενθάδε•

    кто -? ποιας είν εδώ;•

    здесь никого нет εδώ δεν είναι κανένας•

    здесь и там εδώ και κεί•

    здесь погребн такой-то εδώ κείταιοτάδε.

    || σ αυτή την περίπτωση, σ αυτό το σημείο•, здесь председатель прервал обвиняемого εδώ ο πρόεδρος διέκοψε τον ΜαΛηγορούμενο.

    Большой русско-греческий словарь > здесь

  • 3 отсюда

    επίρ.
    από εδώ•

    уходи отсюда φεύγα απ εδώ•

    вон отсюда έξω απ εδώ•

    далко ли отсюда до города είναι μακριά η πόλη-απ εδώ;•

    вывод ясен το συμπέρασμα απ εδώ είναι σαφές•

    -его ощибки απ εδώ πηγάζουν (ξεκινούν) τα λάθη του.

    Большой русско-греческий словарь > отсюда

  • 4 сюда

    сюда εδώ, προς τα εδώ
    * * *
    εδώ, προς τα εδώ

    Русско-греческий словарь > сюда

  • 5 тут

    тут 1) (о месте) εδώ* кто \тут? ποιος είναι εδώ; 2) (о времени) αμέσως; он \тут же ушёл έφυγε αμέσως
    * * *
    1) ( о месте) εδώ
    2) ( о времени) αμέσως

    Русско-греческий словарь > тут

  • 6 отсюда

    отсюда
    нареч в разн. знач. ἀπό δῶ, ἀπ· ἐδῶ:
    \отсюда до реки́ два километра ἀπ' ἐδῶ ὡς τόν ποταμό εἶναι δύο χιλιόμετρα· \отсюда и досюда ἀπ' ἐδῶ ὡς ἐκεΓ убирайтесь вон \отсюда! ἀδειάστε μου τόν τόπο!· \отсюда можно заключить следующее ἀπ' ἐδῶ μπορούμε νά συμπεράνουμε τό ἐξής.

    Русско-новогреческий словарь > отсюда

  • 7 занести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес
    -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•

    судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•

    как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.

    2. βάζω, μεταφέρω μέσα•

    занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    3. εγγράφω•

    занести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•

    занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•

    занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.

    || εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.
    5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•

    занести песком σκεπάζω με άμμο.

    || απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•

    каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > занести

  • 8 сюда

    επίρ, προς τα εδώ• εδώ•

    идти сюда έλα εδώ•

    смотри сюда κοίτα εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > сюда

  • 9 там

    επίρ.
    1. εκεί, σε κείνο το μέρος•

    я там долго жил εκεί έζησα πολύν καιρό•

    кто -? ποιος είν εκεί;•

    там я провл свою молодость εκεί πέρασα τα νεανικά μου χρόν ια• -• наверху εκεί επάνω•

    там внизу εκεί κάτω•

    там же στο ίδιο μέρος.

    2. μετά, έπειτα, ύστερα•

    там видно будет μετά θα δούμε•

    там посмотрим, что делать μετά θα δούμε τι θα κάνομε.

    3. επιτακ. μόριο• τι λες (εκεί)• (περιφρ.) κάτι τιποτένιο, αμφίβολο, αόριστο.
    εκφρ.
    там и тут; там и сям; —сям; тут и там – εκεί κι εδώ• εδώ και κει•
    то тут, то -; то, то тут; то, то сям – ποτ εδώ, ποτ εκεί• πότ εκεί, πότ εδώ•
    что тамκ. чего там τίποτε δεν είναι εκεί (μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι, μη συστέλλεσαι).

    Большой русско-греческий словарь > там

  • 10 сюда

    сюда
    нареч ἐδῶ:
    пойдите \сюда ἐλδτε ἐδῶ· туда и \сюда ἐδώ κι· ἐκεϊ· пожалуйста \сюда παρακαλώ προς та (ἐ)δῶ.

    Русско-новогреческий словарь > сюда

  • 11 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 12 отныне

    επίρ.
    από τώρα, απ εδώ και μπρος, απ εδώ και πέρα, απ εδώ και στο εξής.

    Большой русско-греческий словарь > отныне

  • 13 причём

    1. σύνδεσμος-
    επί πλέον, μαζί μ αυτό, κοντά σ αυτό.
    2. επίρ. γιατί, για ποιο λόγο ή σκοπό•

    причём он тут? γιατί αυτός είναι εδώ;•

    я здесь не причём εδώ εγώ δεν χρειάζομαι ή δεν έχω καμιά δουλειά εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > причём

  • 14 туда

    επίρ.
    εκεί• προς τα εκεί, προς εκείνο το μέρος, κατά κει•

    ступайте туда πηγαίνετε εκεί•

    не ходите туда μη πηγαίνετε εκεί•

    туда и обратно ή туда и назад αλέ-ρετούρ, πάνε κι έλα•

    туда -сюда α) πέρα-δώθε. β) ως κατηγ. πηγαίνω, τρέχω παντού, γ) κι έτσι κι αλλιώς•

    (и) туда и сюда α) κι εκεί κι εδώ. β) κι έτσι κι αλλιώς, διαφοροτρόπως•

    то туда, то сюда ποτ εκεί, πότ εδώ• μια εκεί, μια εδώ•

    ни туда ни сюда ούτε προς τα κει, ούτε προς τα δω, ούτε μπροστά, ούτε πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > туда

  • 15 вот

    вот να, ιδού \вот он να τος·\вот она να την \вот и я να 'μαι \вот этот αυτός εδώ \вот и всё! αυ τό ήταν! \вот как! έτσι λοιπόν!
    * * *
    να, ιδού

    вот она́ — να την

    вот э́тот — αυτός εδώ

    Русско-греческий словарь > вот

  • 16 глубоко

    глубоко 1. нареч. βαθιά (тж. перен.) я \глубоко взволно ван είμαι βαθιά συγκινημένος 2. предик. είναι βαθιά здесь \глубоко? είναι εδώ βαθιά;
    * * *
    1. нареч.
    βαθιά (тж. перен.)

    я глубоко́ взволно́ван — είμαι βαθιά συγκινημένος

    2. предик.

    здесь глубоко́ ? — είναι εδώ βαθιά

    Русско-греческий словарь > глубоко

  • 17 давно

    давно προ πολλού, από και ρό я вас \давно не видел καιρό έχω να σας δω \давно ли вы здесь? είστε πολύ καιρό εδώ;
    * * *
    προ πολλού, από καιρό

    я вас давно́ не ви́дел — καιρό έχω να σας δω?

    давно́ ли вы здесь? — είστε πολύ καιρό εδώ

    Русско-греческий словарь > давно

  • 18 до

    I до свидания! γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο! καλή αντά μωση (до встречи) II до 1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε до десяти часов утра μέχρι τις δέκα το πρωί от пяти до десяти часов вечера από τις πέντε με δέκα το βράδυ до сих пор ως τώρα (о времени), ως εδώ (о расстоянии)' до тридцати человек μέχρι τριάν τα άτομα дети до 16 лет τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών 2) (прежде, перед) πριν, προ до нашего прихода πριν να ρθούμε; до нашей эры προ Χριστού
    * * *
    1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε

    до десяти́ часо́в утра́ — μέχρι τις δέκα το πρωί

    от пяти́ до десяти́ часо́в ве́чера — από τις πέντε με δέκα το βράδυ

    до сих по́р — ως τώρα ( о времени), ως εδώ ( о расстоянии)

    до тридцати́ челове́к — μέχρι τριάντα άτομα

    де́ти до 16 лет — τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών

    2) (прежде, перед) πριν, προ

    до на́шего прихо́да — πριν να ρθούμε

    до на́шей э́ры — προ Χριστού

    Русско-греческий словарь > до

  • 19 дуть

    дуть 1) φυσώ ветер дует φυσάει (ο αέρας) 2) безл. здесь дует εδώ φυσάει
    * * *

    ве́тер ду́ет — φυσάει (ο αέρας)

    2) безл.

    здесь ду́ет — εδώ φυσάει

    Русско-греческий словарь > дуть

  • 20 душно

    душно безл. здесь \душно εδώ είναι αδύνατο να αναπνεύσεις мне \душно πνίγομαι (από τη ζέστα)
    * * *
    безл.

    здесь ду́шно — εδώ είναι αδύνατο να αναπνεύσεις

    мне ду́шно — πνίγομαι (από τη ζέστα)

    Русско-греческий словарь > душно

См. также в других словарях:

  • έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» …   Dictionary of Greek

  • εδώ — (Μ ἐδῶ) επίρρ. 1. τοπ. σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το σημείο 2. χρον. τότε, αυτή τη στιγμή νεοελλ. 1. με τα μόρια μέχρι(ς), έως, ώς είτε επιτατ. για δήλωση ακριβούς καθορισμού είτε αοριστολ. για ηπιότερη έκφραση («ώς εδώ και μη παρέκει», «έλα ώς… …   Dictionary of Greek

  • ἔδω — δίδωμι Aër. aor ind act 3rd sg (epic) ἔδω eat pres subj act 1st sg (epic) ἔδω eat pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔδεσθον — ἔδω eat fut ind mid 3rd dual (epic) ἔδω eat fut ind mid 2nd dual (epic) ἔδω eat pres imperat mp 2nd dual (epic) ἔδω eat pres ind mp 3rd dual (epic) ἔδω eat pres ind mp 2nd dual (epic) ἔδω eat imperf ind mp 2nd dual (epic) ἐσθίω eat fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'δῶ — ἔδω , δίδωμι Aër. aor ind act 3rd sg (epic) ἔδω , ἔδω eat pres subj act 1st sg (epic) ἔδω , ἔδω eat pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδομένων — ἔδω eat fut part mid fem gen pl (epic) ἔδω eat fut part mid masc/neut gen pl (epic) ἔδω eat pres part mp fem gen pl (epic) ἔδω eat pres part mp masc/neut gen pl (epic) ἐσθίω eat fut part mid fem gen pl ἐσθίω eat fut part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδόμενον — ἔδω eat fut part mid masc acc sg (epic) ἔδω eat fut part mid neut nom/voc/acc sg (epic) ἔδω eat pres part mp masc acc sg (epic) ἔδω eat pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic) ἐσθίω eat fut part mid masc acc sg ἐσθίω eat fut part mid neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔδεσθε — ἔδω eat fut ind mid 2nd pl (epic) ἔδω eat pres imperat mp 2nd pl (epic) ἔδω eat pres ind mp 2nd pl (epic) ἔδω eat imperf ind mp 2nd pl (epic) ἐσθίω eat fut ind mid 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔδῃ — ἔδω eat fut ind mid 2nd sg (epic) ἔδω eat pres subj mp 2nd sg (epic) ἔδω eat pres ind mp 2nd sg (epic) ἔδω eat pres subj act 3rd sg (epic) ἐσθίω eat fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδηδομένων — ἔδω eat perf part mp fem gen pl ἔδω eat perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδουμένων — ἔδω eat fut part mid fem gen pl (epic doric) ἔδω eat fut part mid masc/neut gen pl (epic doric) ἐσθίω eat fut part mid fem gen pl (doric) ἐσθίω eat fut part mid masc/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»