Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

давно

  • 1 давно

    давно προ πολλού, από και ρό я вас \давно не видел καιρό έχω να σας δω \давно ли вы здесь? είστε πολύ καιρό εδώ;
    * * *
    προ πολλού, από καιρό

    я вас давно́ не ви́дел — καιρό έχω να σας δω?

    давно́ ли вы здесь? — είστε πολύ καιρό εδώ

    Русско-греческий словарь > давно

  • 2 давно

    давно
    нареч ἀπό καιρό, πρό πολλοῦ, ἀπό χρόνια:
    мы \давно его́ не видели ἔχου-με πολύ καιρό νά τόν Ιδούμε· ◊ \давно бы так καιρός ήτανε.

    Русско-новогреческий словарь > давно

  • 3 давно

    επίρ.
    πριν από πολύ χρόνο, είναι πολύς καιρός που, έχω πολύ καιρό να•

    так давно ύστερα από τόσο καιρό•

    давно ли его не видели? έχετε καιρό να τον ιδήτε;•

    это было давно αυτό συνέβηκε πριν πολύ καιρό•

    не -так давно δεν ειναι και πολύς καιρός.

    εκφρ.
    давно бы так – εννοείται•
    надо было) – από καιρό έτσι έπρεπε η χρειαζόταν.

    Большой русско-греческий словарь > давно

  • 4 давно

    [νταβνό] επίρ. από καιρό

    Русско-греческий новый словарь > давно

  • 5 давно

    [νταβνό] επίρ από καιρό

    Русско-эллинский словарь > давно

  • 6 давным-давно

    давным-давно
    нареч ἀπό πολύ παληά, πρό πολλών ἐτῶν, πρό πολλοῦ καιρού.

    Русско-новогреческий словарь > давным-давно

  • 7 давным-давно

    [νταβνύμ-νταβνό] επίρ. από πολύ παλιά

    Русско-греческий новый словарь > давным-давно

  • 8 давным-давно

    [νταβνύμ-νταβνό] επίρ από πολύ παλιά

    Русско-эллинский словарь > давным-давно

  • 9 давным-давно

    επίρ.
    πολύ παλιά, πριν πολύ Ηαιρό, προ πολλού, πάλαι.

    Большой русско-греческий словарь > давным-давно

  • 10 старый

    1. (проживший много лет) γέρος 2 (давно существующий) παλαιός, παλιός
    αρχαίος
    3. (давно находящийся в употреблении, ставший негодным от времени или употребления) χρησιμοποιημένος, φθαρμένος 4. (прежний, бывший, минувший, устаревший, старинный) παλι/ός
    - адрес - ά διεύθυνση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > старый

  • 11 видеться

    видеться βλέπομαι, συναντιέμαι мы давно не \видетьсялись έχουμε καιρό να ιδοθούμε
    * * *
    βλέπομαι, συναντιέμαι

    мы давно́ не ви́детьсялись — έχουμε καιρό να ιδοθούμε

    Русско-греческий словарь > видеться

  • 12 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 13 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 14 догадываться

    догад||ываться
    несов μαντεύω / ὑποθέτω (предполагать) / ὑπο-πτεύομαι, ὑποψιάζομαι (подозревать):
    я об этом давно́ \догадыватьсяываюсь ἀπό καιρό τό ὑποψιάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > догадываться

  • 15 особенно

    особенн||о
    нареч
    1. (в особенности) ἰδιαίτερα, ιδιαιτέρως·
    2. (необычно) ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως, ἀσυνήθιστα, ίδιαζόνιως / ἐξαιρετικά [-ῶς] (чрезвычайно):
    \особенно быстро ἐξαιρετικά γρήγορα· \особенно важный ἐξαιρετικά σπουδαίος· это \особенно серьезный случай αὐτό εἶναι πολύ σοβαρή περίπτωση· ◊ не \особенно разг ὄχι καί πολύ· не \особенно давно δέν πέρασε καί πολύς καιρός.

    Русско-новогреческий словарь > особенно

  • 16 подумывать

    поду́мыва||ть
    несов σκέπτομαι, συλλογίζομαι ἀπφ καιρό σέ καιρό / ἔχω κατά νοῦν (намереваться):
    \подумывать об отъезде σκέπτομαι νά ἀναχωρήσω· он давно́ \подумыватьет написать об этом ἀπό καιρό σκέπτεται νά γράψει γι ' αὐτό.

    Русско-новогреческий словарь > подумывать

  • 17 пора

    пор||а I ж
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:
    летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·
    2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:
    \пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.
    пора II ж ὁ πόρος.

    Русско-новогреческий словарь > пора

  • 18 слыхить

    слыхй||ть
    несов разг ἀκούω:
    я ничего подобного не \слыхитьл τέτοιο πράγμα δέν ἔχω ξανακούσει· о нем давно́ ничего́ не \слыхить γιαυτόν δέν ἀκούγεται τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > слыхить

  • 19 трава

    трав||а
    ж τό χόρτο[ν], τό χορτάρι/ ἡ χλόη, ἡ πρασινάδα (на газоне):
    сорная \трава τά ἀγριόχορτα, τό ζιζάνιο, τό παράσιτο· морская \трава τά φύκια· лекарственные травы τό φαρμακευτικό φυτό, τό βοτάνι· косить \травау́ θερίζω χόρτο· ◊ \трава \травао́й, как \трава ἄνοστο σά χορτάρι· это давно \траваой поросло́ περασμένα ξεχασμένα· хоть \трава не расти φοδρνος νά μήν καπνίσει.

    Русско-новогреческий словарь > трава

  • 20 устанавливаться

    устанавливать||ся
    1. (утверждаться, входить в силу) ἐπικρατώ, καθιερώνομαι, θεσπίζομαι:
    давно́ уже установился обычай... ἀπό καιρό ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια...· установилась тишина ἐπεκράτησε σιγή· погода установилась ὁ καιρός ἔστρωσε·
    2. (сложиться, сформироваться) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι:
    голос у него́ еще не установился ἡ φωνή του ἀκόμα δέν διαμορφώθηκε.

    Русско-новогреческий словарь > устанавливаться

См. также в других словарях:

  • ДАВНО — нареч. задолго доныне, много времени тому, считая минутами, часами, днями или годами, по смыслу речи. Давно ли ты пришел? давно, с полчаса. Тому давно, хаживали предки наши по Депру на Царьград. Давно ль не видались? Да как расстались. Коли взято …   Толковый словарь Даля

  • давно — Давным давно, давнехонько, давнешенько, издавна, сыздавна, издревле, исстари, искони, испокон веков, испокон века (веку), с давних, незапамятных времен. Встарь, в старину, древле, прежде. Давно до этого, задолго до этого события. Много с тех пор… …   Словарь синонимов

  • давно — нар., ??? 1. Если что нибудь случилось давно, значит, это произошло много времени тому назад, задолго до настоящего времени. Идея со здания фонда родилась очень давно. 2. Если вы делаете что либо давно, значит, вы делаете это в течение долгого… …   Толковый словарь Дмитриева

  • ДАВНО — ДАВНО, нареч. 1. Много времени тому назад; задолго до настоящего времени. Я давно приехал. Я давно купил эту книгу. 2. В течение долгого времени, вплоть до настоящего момента. Он давно у нас не был. Я здесь давно служу. Уже давно пора уходить.… …   Толковый словарь Ушакова

  • давно — ДАВНО, нареч. 1. Много времени тому назад; задолго до настоящего времени. Я давно приехал. Я давно купил эту книгу. 2. В течение долгого времени, вплоть до настоящего момента. Он давно у нас не был. Я здесь давно служу. Уже давно пора уходить.… …   Толковый словарь Ушакова

  • ДАВНО — ДАВНО, нареч. 1. Много времени тому назад; задолго до настоящего времени. Я давно приехал. Я давно купил эту книгу. 2. В течение долгого времени, вплоть до настоящего момента. Он давно у нас не был. Я здесь давно служу. Уже давно пора уходить.… …   Толковый словарь Ушакова

  • давно — ДАВНО, нареч. 1. Много времени тому назад; задолго до настоящего времени. Я давно приехал. Я давно купил эту книгу. 2. В течение долгого времени, вплоть до настоящего момента. Он давно у нас не был. Я здесь давно служу. Уже давно пора уходить.… …   Толковый словарь Ушакова

  • ДАВНО — ДАВНО, нареч. 1. Много времени тому назад. Д. возвратился. 2. В течение долгого времени. Д. здесь живёт. • Давно бы так! удовлетворённый возглас по поводу согласия того, кто долго не решался, не соглашался. Давным давно (разг.) очень давно. |… …   Толковый словарь Ожегова

  • давно — нареч. 1. Много времени тому назад, задолго до настоящего времени. Письмо получил? Давно. Д. это было? Д. разошлись. Д. защитился. Когда успели реконструироваться? Уже д. Д. бы так! (возглас одобрения, удовлетворения по поводу совершения… …   Энциклопедический словарь

  • давно… — (книжн.). Первая часть составных прил., в знач. нареч. давно, напр. давноминувший, давнопрошедшее время (грам.). Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • ДАВНО — на давно. Кар. Очень давно. СРГК 1, 421 …   Большой словарь русских поговорок

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»