-
1 δωδεκα
οἱ, αἱ, τά indecl. двенадцать -
2 δώδεκα
αριθ. άκλ. двенадцать;χτύπησε (η ώρα) δώδεκα — пробило полдень или полночь
-
3 δώδεκα
{числит., 72}Ссылки: Мф. 9:20; 10:1, 2, 5; 11:1; 14:20; 19:28; 20:17; 26:14, 20, 47, 53; Мк. 3:14; 4:10; 5:25, 42; 6:7, 43; 8:19; 9:35; 10:32; 11:11; 14:10, 17, 20, 43; Лк. 2:42; 6:13; 8:1, 42, 43; 9:1, 12, 17; 18:31; 22:3, 14, 30, 47; Ин. 6:13, 67, 70, 71; 11:9; 20:24; Деян. 6:2; 7:8; 1Кор. 15:5; Иак. 1:1; Откр. 7:5-8; 12:1; 21:12, 14, 16, 21; 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δώδεκα
-
4 δώδεκα
{числит., 72}Ссылки: Мф. 9:20; 10:1, 2, 5; 11:1; 14:20; 19:28; 20:17; 26:14, 20, 47, 53; Мк. 3:14; 4:10; 5:25, 42; 6:7, 43; 8:19; 9:35; 10:32; 11:11; 14:10, 17, 20, 43; Лк. 2:42; 6:13; 8:1, 42, 43; 9:1, 12, 17; 18:31; 22:3, 14, 30, 47; Ин. 6:13, 67, 70, 71; 11:9; 20:24; Деян. 6:2; 7:8; 1Кор. 15:5; Иак. 1:1; Откр. 7:5-8; 12:1; 21:12, 14, 16, 21; 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δώδεκα
-
5 Δώδεκα
ДвенадцатьδώδεκαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Δώδεκα
-
6 δώδεκα
двенадцатьдвенадцати [из] двенадцати двенадцатью ΔώδεκαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δώδεκα
-
7 δώδεκα
двенадцать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δώδεκα
-
8 δώδεκα
-
9 δώδεκα
[додека] αριθμ двенадцать. -
10 Δώδεκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του
– Δώδεκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του• У кого что болит, тот о том и говоритИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• У кого что болит, тот о том и говоритИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δώδεκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του
-
11 Δώδεκα γυναίκες, δεκατέσσερις κουβέντες
• Две женщины – базар, а три – уже ярмаркаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δώδεκα γυναίκες, δεκατέσσερις κουβέντες
-
12 δεκαδυο
-
13 δυοκαιδεκα
-
14 δυωδεκα
-
15 δυωκαιδεκα
Her. = δώδεκα См. δωδεκα -
16 αδηριτος
21) не ставший предметом спораοὐκ ἔτι ἀ. ἔσται Hom. — теперь-то решится вопрос;
ἔτη δώδεκα κατεῖχον ἀδήριτον (τέν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν) Polyb. — двадцать лет никто у них не оспаривал гегемонии над Грецией2) неодолимый, непобедимый(ἀνάγκης σθένος Aesch.)
-
17 βαθος
1) глубинаἐκ βάθεος Her., ἐπὴ β. Thuc., ἐν βάθει, εἰς β., τὸ β. и κατὰ βάθους Arst. — в глубину, глубиною;
τέν τάξιν εἰς δώδεκα τάττειν β. Xen. — построить (войско) в 12 рядов в глубину;πόσιος ἐν βάθει Theocr. — в разгар попойки2) бездна, пропасть(Ταρτάρου, перен. κακῶν Aesch.)
3) глубина, высота(αἰθέρος Eur., Arph.)
4) длина(τριχῶν Her.)
5) обилие(πλούτου Soph.)
ἥ κατὰ βάθους πτωχεία NT. — крайняя нищета6) глубокомыслие, серьезность(εὐσταθές καὴ β. ἔχων ἀνήρ Plut.)
-
18 δωδεκαγναμπτος
-
19 δωδεκαγωνον
-
20 δωδεκαδραχμος
См. также в других словарях:
δώδεκα — twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεκα — (AM δώδεκα) απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει ποσότητα δέκα και δυο μονάδων νεοελλ. για χρονολογία ή με παράλειψη τού ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα δώδεκα [χρόνια]», «στις δώδεκα [το μεσημέρι]»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFω δεκα (βλ. δύο) που… … Dictionary of Greek
δώδεκα- — α συνθετικό λέξεων, επιθέτων κυρίως, που δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται δώδεκα φορές … Dictionary of Greek
δώδεκα — απόλ. αριθμ. που δηλώνει μια δεκάδα και δύο μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δώδεκα Αποστόλων, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Καρδίτσης, γνωστό και με την ονομασία Κόκκινη Εκκλησιά. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων (έδρα Καρδίτσα). Ιδρύθηκε το 1940 … Dictionary of Greek
Μηναία — Δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Βυζαντινής Εκκλησίας, στα οποία περιέχονται οι ακολουθίες των γιορτών και της ζωής των αγίων του εκκλησιαστικού έτους, που καλύπτουν το διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου. Τα πρώτα Μ. εκδόθηκαν στη … Dictionary of Greek
δώδεκ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεχ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάμισυ — δώδεκα και μισό … Dictionary of Greek
Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… … Dictionary of Greek
δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… … Dictionary of Greek