Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-δήρῑτος

См. также в других словарях:

  • περιδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)] …   Dictionary of Greek

  • πολυδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆρις, ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφι δήριτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»