-
1 αδηριτος
21) не ставший предметом спораοὐκ ἔτι ἀ. ἔσται Hom. — теперь-то решится вопрос;
ἔτη δώδεκα κατεῖχον ἀδήριτον (τέν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν) Polyb. — двадцать лет никто у них не оспаривал гегемонии над Грецией2) неодолимый, непобедимый(ἀνάγκης σθένος Aesch.)
-
2 αμφιδηριτος
-
3 περιδηριτος
См. также в других словарях:
περιδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)] … Dictionary of Greek
πολυδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆρις, ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφι δήριτος)] … Dictionary of Greek