-
1 αδηριτος
21) не ставший предметом спораοὐκ ἔτι ἀ. ἔσται Hom. — теперь-то решится вопрос;
ἔτη δώδεκα κατεῖχον ἀδήριτον (τέν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν) Polyb. — двадцать лет никто у них не оспаривал гегемонии над Грецией2) неодолимый, непобедимый(ἀνάγκης σθένος Aesch.)
-
2 αδήριτος
ος, ον неодолимый, непобедимый;αδήριτος ανάγκη — крайняя необходимость
См. также в других словарях:
ἀδήριτος — ἀδήρῑτος , ἀδήριτος without strife masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδήριτος — ἀδήρητος, ον (Α) [δηρίομαι] 1. ο δίχως μάχη ή αγώνα 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος 3. ακαταμάχητος, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
αδήριτος — η, ο ακαταμάχητος, ακατανίκητος: Βρέθηκε στην αδήριτη ανάγκη να πουλήσει το σπίτι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδηρίτω — ἀδηρί̱τω , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδηρί̱τω , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηρίτως — ἀδηρί̱τως , ἀδήριτος without strife adverbial ἀδηρί̱τως , ἀδήριτος without strife masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήριτον — ἀδήρῑτον , ἀδήριτος without strife masc/fem acc sg ἀδήρῑτον , ἀδήριτος without strife neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδηρις — ἄδηρις ( ιος), ο, η (Α) [δῆρις] ο δίχως μάχη ή αγώνα, αδήριτος* … Dictionary of Greek
ἀδηρίτου — ἀδηρί̱του , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηρίτων — ἀδηρί̱των , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηρίτῳ — ἀδηρί̱τῳ , ἀδήριτος without strife masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήριτα — ἀδήρῑτα , ἀδήριτος without strife neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)