Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διάνοια

  • 1 deha

    διάνοια, ιδιοφυΐα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > deha

  • 2 Thought

    subs.
    Concept: P. and V. ἔννοια, ἡ, Ar. and P. νόημα, τό, δινοια, ἡ, P. διανόημα, τό.
    Mind, intellectual principle: P. and V. νοῦς, ὁ.
    Intelligence: P. and V. γνώμη, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ (rare P.), or pl.
    Plan, idea: Ar. and P. νόημα, τό, δινοια, ἡ, P. and V. φροντς, ἡ (rare P.).
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ; see Opinion.
    Intention: P. and V. γνώμη, ἡ, ἔννοια, ἡ, ἐπνοια, ἡ, βούλευμα, τό, Ar. and P. δινοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.
    Reflection: P. and V. σύννοια, ἡ, ἐνθμησις, ἡ (Eur., frag.), P. ἔννοια, ἡ, Ar. and V. φροντς, ἡ (rare P.).
    Care: see Care.
    Take thought, v.: use deliberate, care.
    Thoughts: P. and V. φρονήματα, τά (Plat.).
    A thought has just occurred to me: V. ἄρτι γὰρ μʼ εἰσῆλθέ τι (Eur. El. 619).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thought

  • 3 ум

    ум
    м ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, τό μυαλά/ ἡ εὐφυΐα, ἡ ἐξυπνάδα (сообразительность):
    глубокий \ум ἡ βαθύνοια· острый \ум ὁ ὁξύς νοῦς, ἡ ὀξύνοια· проницательный \ум ὁ διεισδυτικός νοῦς· светлый \ум ἡ φωτεινή διάνοια· живой \ум τό ζωντανό μυαλό· склад \ума ἡ νοοτροπία· человек большого \ума ὁ μεγάλος νοῦς, ἀνθρωπος μέ μεγάλη διάνοια· лу́чшие \умы человечества οἱ μεγαλύτερες διάνοιες τής ἀνθρωπότητας· ◊ взяться за \ум разг συνετίζομαι, συνέρχομαι, γίνομαι λογικός· \ум за разум заходит δέν ξέρω τϊ λεω· жить своим \умо́м ἔχω δική μου γνώμη· быть в здравом \уме́ и твердой памяти ἔχω σώας τάς φρένας· быть не в своем \уме разг δέν εἶμαι στά συγκαλά μου, τά ἔχω χαμένα· у него другое на \уме ἀλλο ἔχει στό μυαλά του· он себе на \уме́ разг αὐτός εἶναι τετραπέρατος· считать в \уме́ λογαριάζω μέ τό νοῦ μου· держать в \уме (не записывая) κρατώ στόν νοῦ· в \уме́ ли ты? εἰσαι στά καλά σου;· сойти с \ума τρελλαίνομαι· это не твоего́ \ума дело разг δέν εἶναι δική σου δουλιά αὐτό· прийти́ на \ум μοῦ ἔρχεται στό νοῦ νά· мне не пришло на \ум δέν μοῦ ἡλθε στό νοῦ· это у меня́ из \ума не идет разг δέν μοῦ βγαίνει ἀπό τό μυαλά· быть без \ума от... ξετρελλαί-νομαι μέ κάτι...· сводить с \ума (ξε)τρελ-λαίνω, ξεμυαλίζω· \ума не приложу́ δέν τό χωρεί ὁ νους μου, δέν μπορώ νά καταλάβω· (он) задним \умом крепок κάνει τόν ἔξυπνο κατόπιν ἐορτής· учить \уму́-ра́зу-му βάζω μυαλά σέ κάποιον что у трезвого на \умέ, то у пья́ного на языке́ по-гов. ἀπό τρελλό καί ἀπό μεθυσμένο μαθαίνεις τήν ἀλήθεια· сколько голов, столько \умо́в погов. δσα μυαλά τόσες γνώμες.

    Русско-новогреческий словарь > ум

  • 4 ум

    ум м о νους, το μυαλό' η εξυπνάδα (сообразительность)' η διάνοια (интеллект) ◇ мне пришло на \ум (сделать что-л.) μου κατέβηκε να...· сойти с \ума τρελαίνομαι, γίνομαι τρελός
    * * *
    м
    ο νους, το μυαλό; η εξυπνάδα ( сообразительность); η διάνοια ( интеллект)
    ••

    мне пришло́ на ум (сделать что-л.) — μου κατέβηκε να…

    сойти́ с ума́ — τρελαίνομαι, γίνομαι τρελός

    Русско-греческий словарь > ум

  • 5 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

  • 6 Mind

    subs.
    Intellectual principle: P. and V. νοῦς, ὁ.
    Thought, intelligence: P. and V. γνώμη, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.).
    Memory: P. and V. μνήμη, ἡ, μνεία, ἡ.
    Soul, spirit: P. and V. ψυχή, ἡ. θυμός, ὁ, φρόνημα, τό (rare P.).
    Intention, purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπνοια, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.
    Bear in mind, remember, v. trans.: P. and V. μνησθῆναι ( 1st aor. pass. of μιμνήσκειν) (acc. or gen.); see Remember, Heed.
    Bear in mind a favour: P. and V. χριν πομιμνήσκεσθαι.
    Call to mind, v. trans.: see Remember, Remind.
    Change one's mind: see under Change.
    Have a mind to: Ar. and P. διανοεῖσθαι (infin.), P. and V. ἐννοεῖν (infin.), νοεῖν (infin.).
    Keep in mind: P. and V. σώζειν, φυλάσσειν (or mid.); see Remember, Ponder.
    Make up one's mind: P. and V. βουλεύειν, γιγνώσκειν; see Resolve.
    Put in mind: see Remind.
    To one's mind, to one's liking: Ar. and P. κατὰ νοῦν, P. and V. κατὰ γνώμην.
    ——————
    v. trans.
    Look after: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι, P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντίζειν (gen.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.).
    Attend to: P. and V. θεραπεύειν (acc.), V. κηδεύειν (acc.).
    Mind (flocks, etc.): P. and V. νέμειν (Eur., Cycl. 28), ποιμαίνειν, P. νομεύειν, V. προσνέμειν (Eur., Cycl. 36), φέρβειν, ἐπιστατεῖν (dat.).
    Beware of: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.), V. φρουρεῖσθαι (acc.).
    Dislike: see Dislike.
    Heed, notice: Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.), P. and V. νοῦν ἔχειν πρός (acc. or dat.); see Heed.
    Obey: P. and V. πείθεσθαι (dat.), πειθαρχεῖν (dat.); see Obey.
    Be angry at: Ar. and P. γανακτεῖν (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), P. and ἄχθεσθαι (dat.), V. δυσφορεῖν (dat.), πικρῶς φέρειν (acc.).
    Mind them not and pay no heed: V. ἀλλʼ ἀμελίᾳ δὸς αὐτὰ καὶ φαύλως φέρε (Eur., I.A. 850).
    Mind one's own business: P. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.
    Yourself mind what is your own affair: Ar. ἀλλʼ αὐτὸς ὅ γε σόν ἐστιν οἰκείως φέρε (Thesm. 197).
    V. intrans. Object, be angry: Ar. and P. γανακτεῖν; see under Angry.
    I do not mind: P. and V. οὔ μοι μέλει.
    Never mind: Ar. μὴ μελέτω σοι.
    Forbear and mind not: V. ἔασον μηδέ σοι μελησάτω (Æsch., P.V. 332).
    Take care: P. and V. εὐλαβεῖσθαι, ἐξευλαβεῖσθαι, φυλάσσεσθαι.
    Mind you play the man: V. ὅπως νὴρ ἔσει (Eur., Cycl. 595; c. f. also Æsch., P.V. 68; Eur., I.T. 321), same construction in Ar. and P.
    Take care that: P. and V. φροντίζειν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.), P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (aor. subj. or fut. indic.), Ar. and P. τηρεῖν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.).
    Mind that you yourself suffer no harm by your going: V. πάπταινε δʼ αὐτὸς μή τι πημανθῆς ὁδῷ (Æsch., P.V. 334).
    Beware that: see Beware.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mind

  • 7 Notion

    subs.
    Conceit, idea: P. and V. δόξα, ἡ, δόξασμα, τό, δόκησις, ἡ, ἔννοια, ἡ, V. δόκημα, τό.
    Opinion: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ, V. γνῶμα, τό, Ar. and P. δινοια, ἡ.
    Thought, plan: Ar. and P. νόημα, τό, δινοια, ἡ, P. and V. φροντς, ἡ (rare P.).
    Mental picture: P. and V. εἰκών, ἡ, P. εἴδωλον, τό.
    Suspicion: P. and V. ποψία, ἡ, πόνοια, ἡ.
    Have a notion ( inkling) of, v.:P. and V. ποπτεύειν (acc.), πονοεῖν (acc.).
    Form a notion of: P. and V. νοεῖν (or mid.) (acc.), πολαμβνειν (acc.) (rare V.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Notion

  • 8 Sense

    subs.
    Perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ, V. αἴσθημα, τό, P. φρόνησις, ἡ.
    The senses: P. αἰσθήσεις, αἱ.
    Good sense: P. and V. γνώμη, ἡ, φρόνησις, ἡ, εὐβουλία, ἡ; see Wisdom.
    Understanding: P. and V. νοῦς, ὁ, γνώμη, ἡ, σύνεσις, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.).
    A person of sense: use sensible adj.
    Have sense: P. and V. νοῦν ἔχειν.
    Meaning: P. and V. δύναμις, ἡ (Soph., O.R. 938), P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Take in a certain sense, v.: P. ἐκλαμβνειν (acc.), ὑπολαμβνειν (acc.).
    Lose one's senses, faint: P. λιποψυχεῖν, V. προλείπειν; see Faint.
    Be mad: P. and V. ἐξίστασθαι, παραφρονεῖν; see under Mad.
    Out of one's senses: use adj., P. ἔκφρων, P. and V. μανιώδης, ἔμπληκτος; see Mad.
    In one's senses: use adj., P. and V. ἔμφρων, ἔννους, V. φρενήρης, ἀρτίφρων (also Plat. but rare P.). Be in one's senses, v.:P. and V. φρονεῖν, εὖ φρονεῖν, P. ἐντὸς αὑτοῦ εἶναι (Dem. 913); see be sane, under Sane.
    Come to one's senses, v.: P. and V. ἔννους γίγνεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sense

  • 9 интеллект

    1. (человека) η διάνοια, το (υψηλό) επίπεδο μόρφωσης/γνώσεων, η νοημοσύνη 2. (киб.) η νοημοσύνη
    искусственный - τεχνητή -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интеллект

  • 10 мышление

    η διανόηση, η σκέψη, ο στοχασμός, η νόηση, η διάνοια.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мышление

  • 11 интеллект

    интеллект
    м ἡ διάνοια, ὁ νοῦς.

    Русско-новогреческий словарь > интеллект

  • 12 мысль

    мысл||ь
    ж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):
    основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα.

    Русско-новогреческий словарь > мысль

  • 13 brain

    [brein]
    1) (the centre of the nervous system: an injury to the brain; ( also adjective) brain surgery; brain damage.) εγκέφαλος
    2) ((often in plural) cleverness: a good brain; You've plenty of brains.) μυαλό
    3) (a clever person: He's one of the best brains in the country.) διάνοια
    - brainy
    - brainchild
    - brain drain
    - brainwash
    - brainwashing
    - brainwave

    English-Greek dictionary > brain

  • 14 intellect

    ['intilekt]
    (the thinking power of the mind: He was a person of great intellect.) διάνοια

    English-Greek dictionary > intellect

  • 15 nowhere near

    (not nearly: We've nowhere near enough money to buy a car.) ούτε κατά διάνοια

    English-Greek dictionary > nowhere near

  • 16 remotely

    adverb αμυδρά/ (σε αρνήσεις) κατά διάνοια

    English-Greek dictionary > remotely

  • 17 интеллект

    [ιντιλλιέκτ] ουσ. α διάνοια

    Русско-греческий новый словарь > интеллект

  • 18 ум

    [ούμ] ουσ. α. νους, διάνοια

    Русско-греческий новый словарь > ум

  • 19 интеллект

    [ιντιλλιέκτ] ουσ α διάνοια

    Русско-эллинский словарь > интеллект

  • 20 ум

    [ούμ] ουσ α νους, διάνοια

    Русско-эллинский словарь > ум

См. также в других словарях:

  • διανοία — διανοίᾱ , διάνοια thought fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίᾳ — διανοίᾱͅ , διάνοια thought fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάνοια — thought fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάνοια — η (AM διάνοια Α και διανοία και αιολ. τ. διανοιία) [διανοούμαι] 1. πνεύμα, νους, μυαλό 2. ικανότητα τού ανθρώπου να σκέπτεται μσν. συνήθεια αρχ. 1. λογισμός 2. ιδέα, έννοια, γνώμη 3. σημασία λέξης ή χωρίου …   Dictionary of Greek

  • διάνοια — η η λειτουργία της σκέψης που σχετίζεται με τον τρόπο αντίληψης των αισθήσεων, το πνεύμα, ο νους: Δεν κατάλαβα ότι με κορόιδευε ούτε κατά διάνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανοίας — διανοίᾱς , διάνοια thought fem acc pl διανοίᾱς , διάνοια thought fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίαι — διανοίᾱͅ , διάνοια thought fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίαν — διανοίᾱν , διά , ἀνά οἰάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διανοίᾱν , διά , ἀνά οἰάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοιῶν — διάνοια thought fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίαις — διάνοια thought fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίης — διάνοια thought fem gen sg (epic ionic) διαίνω wet fut opt act 2nd sg διανάω flow through pres opt act 2nd sg (epic ionic) διανέω swim across pres opt act 2nd sg διανέω swim across pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»