Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διάνοια

  • 21 гениальность

    θ.
    μεγαλοφυία, διάνοια.

    Большой русско-греческий словарь > гениальность

  • 22 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 23 дурманить

    ρ.δ.μ. ζαλίζω, (συ)σκοτίζω. || θολώνω το νου, το μυαλό, τη διάνοια.
    ζαλίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > дурманить

  • 24 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 25 интеллект

    α.
    διάνοια, νους, διανοητική ικανότητα.

    Большой русско-греческий словарь > интеллект

  • 26 мозг

    -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ.α.
    1. μυαλό, μυελός•

    головной мозг ο εγκέφαλος•

    спиной мозг ο νωτιαίος μυελός•

    сотрясение -а διάσειση του εγκεφάλου•

    воспаление -а εγκεφαλίτιδα•

    продолговатый мозг προμήκης μυελός.

    2. νους, διάνοια. || καθοδηγητικό κέντρο.
    3. πλθ. -и τα μυαλά (φαγητό).
    εκφρ.
    костный – μυελός των οστών•
    с мозгом (мозгами) – μυαλωμένος, ορθόφρονας•
    до -а костей – μέχρι μυελού οστέων, ως το κόκκαλο (τελείως)•
    вправить -и – βάζω μυαλό, νουθετώ, συμμορφώνω, συνετίζω•
    шевелить (раскидывать) -ами – διανοούμαι, βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, σχεδιάζω•
    - и не варят у него – δεν του κόβει το μυαλό ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές•
    - и набегрнь – (απλ.) ανάποδα σαν τον κάβουρα (αντίθετα προς όλους τους άλλους).

    Большой русско-греческий словарь > мозг

  • 27 мыслитель

    α.
    στοχαστής, βαθύνους, διάνοια.

    Большой русско-греческий словарь > мыслитель

  • 28 подумать

    ρ.σ.
    1. βλ. думать.
    2. σκέφτομαι (για ένα χρον. διάστημα).
    3. (2ο ενικό πρόσωπο προστακτικής «подумай») αμ πως! α! ω! α -(χ)ά! μωρέ τι λες! τι! χαρά στο πράμα
    εκφρ.
    и не подумать – ούτε καν να το σκεφτείς, ούτε κατά διάνοια.
    (απρόσ.)• σκέπτομαι, μου έρχεται στη σκέψη, στο νου, στο μυαλό, υποθέτω•

    а мне -лось, что ты уже не придшь κι εγώ υπέθεσα ότι, εσύ πια δε θα έρθεις.

    Большой русско-греческий словарь > подумать

  • 29 понятие

    ουδ.
    1. έννοια• νόημα•

    содержание -я το περιεχόμενο του νοήματος ή της έννοιας•

    понятие прибавочной стоимости η έννοια της υπεραξίας.

    2. ιδέα, γνώση•

    когда он приедет?— -я не имею πότε αυτός θα έρθει; — ιδέα δεν έχω, καθόλου δεν ξέρω.

    || αντίληψη•

    -я и предрассудки αντιλήψεις και προλήψεις•

    применяться к -ям слушателей παίρνω υπόψη το επίπεδο αντίληψης του ακροατηρίου.

    || γνώμη. || διάνοια, νους, ικανότητα διανοητική.
    εκφρ.
    дать понятие – δίνω να καταλάβει.

    Большой русско-греческий словарь > понятие

  • 30 умственность

    θ.
    διάνοια, νους• νόηση, πνεύμα, διανοητικότητα. || στριφνότητα.

    Большой русско-греческий словарь > умственность

  • 31 Bearing

    subs.
    Of children: P. and V. τόκος, ὁ, λοχεία, ἡ (Plat.).
    Gait: P. and V. σχῆμα, τό.
    Ways: P. and V. τρόποι, οἱ.
    Past bearing: use adj., intolerable.
    Meaning: P. διάνοια, ἡ ; see Meaning.
    It ( the earthquake) was said and indeed seemed to have a bearing on what was to follow: P. ἐλέγετο καὶ ἐδόκει ἐπὶ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι σημῆναι (Thuc. 2, 8).
    Trend: P. φορά, ἡ ; see Drift.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bearing

  • 32 Comprehension

    subs.
    Intelligence, mind: P. and V. νοῦς, ὁ, σνεσις, ἡ, γνώμη, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.).
    Power of understanding: P. and V. μθησις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Comprehension

  • 33 Conscience

    subs.
    V. σνεσις, ἡ (Eur., Or. 396), P. τὸ συνειδέναι.
    To have guilt on one's conscience: P. and V. συνειδέναι ἑαυτῷ δικῶν or δικοῦντι.
    Something that weighs on one's conscience: P. and V. ἐνθμιον, τό.
    Satisfying their consciences with this at least, that they had not voted anything harmful to the city: P. τοῦτο γοῦν σφίσιν αὐτοῖς συνειδότες ὅτι οὐδὲν κακὸν τῇ πόλει ἐψηφίσαντο (Lys. 127).
    His determination never reached to this point, but shrank back, for a guilty conscience kept it in thrall: P. οὔκουν προσῄει πρὸς ταῦθʼ ἡ διάνοια ἀλλʼ ἀνεδύετο· ἐπελαμβάνετο γὰρ αὐτῆς τὸ συνειδέναι (Dem. 406).
    Keep a clear conscicnce, v.: use P. and V. εὐσεβεῖν.
    A clear conscience, subs.: use P. and V. εὐσέβεια, ἡ, τὸ εὐσεβές.
    With a clear conscience: use adv., P. and V. εὐσεβῶς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conscience

  • 34 Design

    subs.
    Plan: P. and V. γνώμη, ἡ, βούλευμα, τό, βουλή, ἡ, ἐπνοια, ἡ, ἔννοια, ἡ (Plat.), Ar. and P. δινοια, ἡ.
    Crafty design: P. and V. σόφισμα, τό, μηχνημα, τό, δόλος, ὁ (rare P.), V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό; see Trick.
    Crest: see Crest.
    Purpose, policy: P. προαίρεσις, ἡ.
    Outline: P. ὑπογραφή, ἡ, περιγραφή, ἡ, τύπος, ὁ.
    Representation, picture: P. and V. γραφή, ἡ.
    Plot: P. ἐπιβουλή, ἡ, ἐπιβούλευμα, τό.
    Have designs on, v.: P. and V. ἐπιβουλεύειν (dat.).
    Impression: P. and V. τπος, ὁ.
    With ulterior designs: see Designedly.
    ——————
    v. trans.
    Sketch in outline: P. ὑπογράφειν.
    Contrive: P. and V. μηχανᾶσθαι, τεκταίνεσθαι, τεχνᾶσθαι, βουλεύειν, P. ἐκτεχνᾶσθαι, Ar. and V. μήδεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Design

  • 35 Determination

    subs.
    Resolve: P. and V. γνώμη, ἡ, βουλή, ἡ, βούλευμα, τό, V. γνῶμα, τό, φρόνησις, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ.
    Judgment: P. and V. κρσις, ἡ, P. διάκρισις, ἡ, διάγνωσις, ἡ.
    Obstinacy: P. αὐθάδεια, ἡ, σκληρότης, ἡ, Ar. and V. αὐθαδία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Determination

  • 36 Drift

    v. intrans.
    P. and V. φέρεσθαι.
    Drift with the breeze: V. ἰέναι κατʼ οὖρον.
    ——————
    subs.
    Meaning of a word, etc.: P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ; see Intention.
    Tendency: P. φορά, ἡ.
    Purpose, aim: P. προαίρεσις, ἡ.
    What is the drift of this mischief? P. ποῖ τείνει τὸ κακόν τοῦτο; (Plat., Crit. 47C).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drift

  • 37 Fancy

    subs.
    Imagination ( the faculty): P. φαντασία, ἡ.
    Conceit, notion: P. and V. δόξα, ἡ, δόκησις, ἡ, δόξασμα, τό, ἔννοια, ἡ, V. δόκημα, τό, Ar. and P. νόημα, τό.
    Imagination ( as opposed to reality): P. and V. δόξα, ἡ, δόκησις, ἡ.
    False picture ( as opposed to truth): P. εἴδωλον, τό.
    Heard ye a cry or has some vain fancy cozened me: V. βοῆς ἠκούσατʼ ἢ δοκὼ κενὴ ὑπῆλθέ με (Eur., El. 747).
    Castle in the air: P. εὐχή, ἡ.
    Mind: P. and V. νοῦς, ὁ, Ar. and P. δινοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.); see Mind.
    Suspicion: P. and V. πόνοια, ἡ, ποψία, ἡ.
    Speculation: P. θεωρία, ἡ.
    Take a fancy ( to things): P. and V. ἐπιθυμεῖν (gen.); see Desire, Like.
    Take a fancy ( to persons): P. φιλοφρονεῖσθαι (acc.).
    Take ( a person's) fancy: use attract, please.
    ——————
    v. trans.
    P. and V δοξάζειν, Ar. and V. δοκεῖν (rare P.) (absol.).
    Suspect: P. and V. ποπτεύειν, πονοεῖν.
    Like: P. ἡδέως ἔχειν (dat.); see Like.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fancy

  • 38 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 39 Idea

    subs.
    Opinion: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ, V. γνῶμα, τό, Ar. and P. δινοια, ἡ.
    Conceit, notion: P. and V. δόξα, ἡ, δόξασμα, τό, δόκησις, ἡ, ἔννοια, ἡ, V. δόκημα, τό.
    Mental picture: P. and V. εἰκών, ἡ, P. εἴδωλον, τό.
    Thought: Ar. and P. νόημα, τό.
    Suspicion: P. and V. ποψία, ἡ, πόνοια, ἡ.
    Have an idea ( inkling) of v.: P. and V. ποπτεύειν (acc.), πονοεῖν (acc.).
    Have no idea, not to know, v.: P. and V. ἀγνοεῖν.
    Form an idea of: P. and V. νοεῖν (or mid.) (acc.), πολαμβνειν (acc.) (rare V.).
    The Platonic idea, subs.: P. ἰδέα, ἡ, εἶδος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Idea

  • 40 Imagination

    subs.
    The faculty: P. φαντασία, ἡ (Plat.).
    Fancy, conceit: P. and V. δόξα, ἡ, δόκησις, ἡ, δόξασμα, τό, ἔννοια, ἡ, V. δόκημα, τό.
    Opposed to reality: P. and V. δόξα, ἡ, δόκησις, ἡ.
    He was at Mycenae in imagination: V. ἦν ἐν Μυκήναις τῷ λόγῳ (Eur., H.F. 963).
    False picture ( as opposed to truth): P. εἴδωλον, τό.
    Mind: P. and V. νοῦς, ὁ, Ar. and P. δινοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl.; see Mind.
    Suspicion: P. and V. πόνοια, ἡ, ποψία, ἡ.
    Speculation: P. θεωρία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Imagination

См. также в других словарях:

  • διανοία — διανοίᾱ , διάνοια thought fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίᾳ — διανοίᾱͅ , διάνοια thought fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάνοια — thought fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάνοια — η (AM διάνοια Α και διανοία και αιολ. τ. διανοιία) [διανοούμαι] 1. πνεύμα, νους, μυαλό 2. ικανότητα τού ανθρώπου να σκέπτεται μσν. συνήθεια αρχ. 1. λογισμός 2. ιδέα, έννοια, γνώμη 3. σημασία λέξης ή χωρίου …   Dictionary of Greek

  • διάνοια — η η λειτουργία της σκέψης που σχετίζεται με τον τρόπο αντίληψης των αισθήσεων, το πνεύμα, ο νους: Δεν κατάλαβα ότι με κορόιδευε ούτε κατά διάνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανοίας — διανοίᾱς , διάνοια thought fem acc pl διανοίᾱς , διάνοια thought fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίαι — διανοίᾱͅ , διάνοια thought fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίαν — διανοίᾱν , διά , ἀνά οἰάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διανοίᾱν , διά , ἀνά οἰάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοιῶν — διάνοια thought fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίαις — διάνοια thought fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίης — διάνοια thought fem gen sg (epic ionic) διαίνω wet fut opt act 2nd sg διανάω flow through pres opt act 2nd sg (epic ionic) διανέω swim across pres opt act 2nd sg διανέω swim across pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»