-
1 δεκα-πλάσιος
δεκα-πλάσιος, α, ον, zehnfach, Lys. 19, 35; ἀλγη-δόνες δεκαπλάσιαι Plat. Rep. X, 615 b; τὴν δεκαπλασίαν, sc. τιμὴν καταδικάζειν, das Zehnfache als Strafe, Dem. 24, 105; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω Plat. Legg. XI, 914 c; – τινός, zehnmal größer als, Pol. 22, 5, 15.
-
2 δω-δεκα-πλάσιος
δω-δεκα-πλάσιος, α, ον, zwölffach, Plut. de animi procr. 31.
-
3 δεκαπλάσιος
A tenfold, Hp.VM16 ;δ. τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνειν Pl.R. 615b
: c. gen., ten times greater than, Plb.21.22.15; τὴν δεκαπλασίαν (sc. τιμήν) καταδικάζειν mulct in ten times the amount, Lexap.D.24.105 (dub.); δ. ὑφῃρῆσθαι rob the state of a tenfold penalty, D.24.82. Adv. [suff] δεκᾰ-ως Hp.VM6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλάσιος
-
4 πολύς
Grammatical information: adj.Meaning: `much, many, often' (Il.).Compounds: As 1. member very productive, e.g. πολύ-τροπος `much-wandering, much-turned, wily' (of Odysseus, Hermes a.o.; Od., h. Merc.), `many-shaped' (Th.); on the meaning Kakridis Glotta 11, 288 ff.; on the πολυ-compp. in Hom. in gen. Stanford ClassPhil. 45, 108ff.; besides rarely πολλα-, e.g. πολλα-πλάσιος, - πλήσιος `manifold' (IA.), as δεκα-πλάσιος, πολλά-κις a.o.; s. also δι-πλάσιος. Compar. a. superl. πλείων, πλέων, πλεῖστος (from * pleh₁-is-to-), s. v.; innovation πόλιστος (Tab. Heracl.), s. Seiler Steigerungsformen 61.Derivatives: πολλότης f. `plurality' (Damasc.), πολλ-οστός "the manieth", `one of many, small' (Att.; after εἰκοστός a. o.), - άκις (ep. lyr. also - κι) `often' (Il.; like δεκά-κις a.o.; explanation uncertain, s. Schwyzer 299 a. 597) a. o.Etymology: Beside πολύς, -ύ stand the zero grade Skt. purú- `many' (IE *pl̥h₁ú-) and the full grade Celt., e.g. OIr. il `many', and Germ., e.g. Goth. OHG filu `many' (IE * pelh₁u-). For the full grade forms orig. subst. function is most prob. ("quantity, mass, fullness"); opposed is the certain zero grade Skt. adj. purú-; one would like to assume zero grade also for πολύς (so for *παλύς? Schmidt KZ 32, 382, Specht KZ 59, 111 w. diff. explanations; cf. also πόλις). -- The geminated πολλο-, πολλᾱ- agree with the (semant.) close μεγα-λο-, -λᾱ- and could be explained by loss of a syll. from *πολυ-λο-, -λᾱ-. More in Schwyzer 265 w. lit. a. discussion of other interpretations; on the inflection etc. Schwyzer 584. The word for `many' is a very old deriv. of the verb for `fill' (s. πίμπλημι). -- WP. 2, 64f., Pok. 800, W.-Hofmann s. plūs, Mayrhofer s. purú- w. further forms a. lit.Page in Frisk: 2,577-578Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πολύς
-
5 δεκαπλασιος
2(ᾰ) удесятеренный, десятикратный Plat.δ. τοῦ νῦν ὁπάρχοντος Polyb. — вдесятеро больший ныне существующего
-
6 δωδεκαπλάσιος
δω-δεκα-πλάσιος, α, ον, zwölffach
См. также в других словарях:
δεκαπλάσιος — α, ο (AM δεκαπλάσιος, α, ον) δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλάσιος* (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)] … Dictionary of Greek
τοσαπλάσιος — ασία, ον, Α ο τοσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλάσιος*. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek
τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek
χιλιαπλάσιος — α, ο / χιλιοπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ ο χίλιες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από άλλον. επίρρ... χιλιαπλασίως / χιλιοπλασίως, ΝΜΑ, και χιλιαπλάσια Ν χίλιες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + πλάσιος*. Η μορφή χίλια τού α συνθετικού στον… … Dictionary of Greek