Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεκαπλάσιος

См. также в других словарях:

  • δεκαπλάσιος — tenfold masc nom sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλάσιος — α, ο (AM δεκαπλάσιος, α, ον) δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλάσιος* (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)] …   Dictionary of Greek

  • δεκαπλάσιος — α, ο αυτός που είναι δέκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλον: Παίρνω δεκαπλάσια αμοιβή τώρα που έγινα γνωστός επαγγελματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκαπλασίως — δεκαπλάσιος tenfold adverbial δεκαπλάσιος tenfold masc acc pl (doric) δεκαπλάσιος tenfold adverbial δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλάσιον — δεκαπλάσιος tenfold masc acc sg δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc sg δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc sg δεκαπλασίων masc/fem voc sg δεκαπλασίων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλασίων — δεκαπλάσιος tenfold fem gen pl δεκαπλάσιος tenfold masc/neut gen pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem/neut gen pl δεκαπλασίων masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλασίους — δεκαπλάσιος tenfold masc acc pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλασίῳ — δεκαπλάσιος tenfold masc/neut dat sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλάσια — δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc pl δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλάσιοι — δεκαπλάσιος tenfold masc nom/voc pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλάσιαι — δεκαπλάσιος tenfold fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»