-
1 δεκαπλάσιος
δεκαπλάσιοςtenfold: masc nom sgδεκαπλάσιοςtenfold: masc /fem nom sg -
2 δεκαπλασιος
2(ᾰ) удесятеренный, десятикратный Plat.δ. τοῦ νῦν ὁπάρχοντος Polyb. — вдесятеро больший ныне существующего
-
3 δεκαπλάσιος
α, ο [ία, ον] десятикратный -
4 δεκαπλάσιος
A tenfold, Hp.VM16 ;δ. τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνειν Pl.R. 615b
: c. gen., ten times greater than, Plb.21.22.15; τὴν δεκαπλασίαν (sc. τιμήν) καταδικάζειν mulct in ten times the amount, Lexap.D.24.105 (dub.); δ. ὑφῃρῆσθαι rob the state of a tenfold penalty, D.24.82. Adv. [suff] δεκᾰ-ως Hp.VM6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλάσιος
-
5 δεκαπλάσιος
on katı, on misli -
6 δεκαπλασίως
δεκαπλάσιοςtenfold: adverbialδεκαπλάσιοςtenfold: masc acc pl (doric)δεκαπλάσιοςtenfold: adverbialδεκαπλάσιοςtenfold: masc /fem acc pl (doric) -
7 δεκαπλάσιον
δεκαπλάσιοςtenfold: masc acc sgδεκαπλάσιοςtenfold: neut nom /voc /acc sgδεκαπλάσιοςtenfold: masc /fem acc sgδεκαπλάσιοςtenfold: neut nom /voc /acc sgδεκαπλασίωνmasc /fem voc sgδεκαπλασίωνneut nom /voc /acc sg -
8 δεκαπλασίων
δεκαπλάσιοςtenfold: fem gen plδεκαπλάσιοςtenfold: masc /neut gen plδεκαπλάσιοςtenfold: masc /fem /neut gen plδεκαπλασίωνmasc /fem nom sg -
9 δεκαπλασίους
δεκαπλάσιοςtenfold: masc acc plδεκαπλάσιοςtenfold: masc /fem acc pl -
10 δεκαπλάσια
δεκαπλάσιοςtenfold: neut nom /voc /acc plδεκαπλάσιοςtenfold: neut nom /voc /acc pl -
11 δεκαπλάσιοι
δεκαπλάσιοςtenfold: masc nom /voc plδεκαπλάσιοςtenfold: masc /fem nom /voc pl -
12 δεκαπλάσιαι
δεκαπλάσιοςtenfold: fem nom /voc pl -
13 δεκαπλασία
δεκαπλασίᾱ, δεκαπλάσιοςtenfold: fem nom /voc /acc dualδεκαπλασίᾱ, δεκαπλάσιοςtenfold: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δεκαπλασίᾱͅ, δεκαπλάσιοςtenfold: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 δεκαπλοος
-
15 δεκαπλασίας
δεκαπλασίᾱς, δεκαπλάσιοςtenfold: fem acc plδεκαπλασίᾱς, δεκαπλάσιοςtenfold: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 δεκαπλασίω
-
17 δεκαπλασίῳ
-
18 десятикратный
десятикратн||ыйприл δεκαπλάσιος, δεκαπλοῦς:в \десятикратныйом размере δεκαπλάσια. -
19 δεκαπλούς
η, ούν 1) см. δεκαπλάσιος;2) состоящий из десяти частей -
20 δεκαπλασίαν
δεκαπλασίᾱν, δεκαπλάσιοςtenfold: fem acc sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δεκαπλάσιος — tenfold masc nom sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσιος — α, ο (AM δεκαπλάσιος, α, ον) δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλάσιος* (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)] … Dictionary of Greek
δεκαπλάσιος — α, ο αυτός που είναι δέκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλον: Παίρνω δεκαπλάσια αμοιβή τώρα που έγινα γνωστός επαγγελματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκαπλασίως — δεκαπλάσιος tenfold adverbial δεκαπλάσιος tenfold masc acc pl (doric) δεκαπλάσιος tenfold adverbial δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσιον — δεκαπλάσιος tenfold masc acc sg δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc sg δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc sg δεκαπλασίων masc/fem voc sg δεκαπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασίων — δεκαπλάσιος tenfold fem gen pl δεκαπλάσιος tenfold masc/neut gen pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem/neut gen pl δεκαπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασίους — δεκαπλάσιος tenfold masc acc pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασίῳ — δεκαπλάσιος tenfold masc/neut dat sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσια — δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc pl δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσιοι — δεκαπλάσιος tenfold masc nom/voc pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσιαι — δεκαπλάσιος tenfold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)