-
1 δις
(ῐ) adv.1) дважды, двукратно(δ. φράσειν Aesch.; δ. καὴ τρίς Plat.; μέ δ., ἀλλ΄ ἅπαξ μόνον Arst.)
2) вдвойне, вдвое(δ. τόσσον Hom.)
-
2 -δις
- δις(= δε) наречный суффикс со знач. направления (напр. οἴκαδις) -
3 δίς
επίρρ. дважды, два раза;δίς της ημέρας — два раза в день (о приёме лекарства);
τον ερράπισε δίς — он ему влепил две пощёчины;
δίς καί τρίς — несколько раз
-
4 δίς
{нареч., 6}дважды, двукратно, вдвойне, вдвое.Ссылки: Мк. 14:30, 72; Лк. 18:12; Флп. 4:16; 1Фес. 2:18; Иуд. 1:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δίς
-
5 δίς
{нареч., 6}дважды, двукратно, вдвойне, вдвое.Ссылки: Мк. 14:30, 72; Лк. 18:12; Флп. 4:16; 1Фес. 2:18; Иуд. 1:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δίς
-
6 δὶς
дваждыδίςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δὶς
-
7 δίς
дваждыδὶςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δίς
-
8 δίς
дважды, двукратно, вдвойне, вдвое.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δίς
-
9 δίς
дважды, два раза -
10 δισσακι
-
11 δισσακις
-
12 αμοιβηδις
-
13 δι-
-
14 διφρος
ὅ [δίς + φέρω]1) колесница, преимущ. боевая(ἂν δ΄ ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.)
, реже дорожная(εἰ δ΄ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δ. τε καὴ ἵπποι Hom.; ἁρμάτειος δ. Xen.)
иногда pl. (ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; δίφροι Ἡλίου Eur.)2) седалище, сиденье, кресло(δίφρῳ ἐφέζεσθαι Hom.: κλιντῆρες καὴ δίφροι καὴ τράπεζαι Plut.)
3) (в Риме, лат. sella curulis) курульное кресло(ὅ ἐλεφάντινος δ. Polyb.)
-
15 διωνυμος
-
16 εξαμαρτάνω
(αόρ. εξήμαρτον и εξημάρτησα) αμετ. погре- шать,-ошибаться, заблуждаться;§ τό δίς εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού — посл, умный дважды не ошибается
-
17 έτος
το год;έτος αστρικόν (σεληνιακόν) — звёздный (лунный) год;
ηλιακόν ( — или τροπικόν) έτος — тропический год;
έτος φωτός — световой год;
έτος πολιτικόν — календарный год;
τό τρέχον έτος — текущий год;
οικονομικόν έτος — бюджетный, финансовый год;
σχολικόν έτος — учебный год (в школе);
ακαδημαϊκό[ν] έτος — академический год, учебный год (в университете);
δίσεκτον έτος — високосный год;
τό (προ)παρελθόν έτος — в (поза)прошлом году;
στο επόμενο έτος — в будущем году;
τό ιδιο έτος — в том же году;
προ ετών давно;προ δύο ετών два года назад;κατ' έτος — ежегодно;
δίς τού έτους два раза в год;στη διάρκεια τού ετους в течение года; μετά παρέλευσιν έτους по истечении года; είναι τριών ετών ему три года; ενός έτους годовалый;§ η πρώτη τού έτους — или τό νέον έτος — новый год;
-
18 δισυπόστατη εκκλησία
δισυπόστατη εκκλησία ηдвухпредельная церковь – храм, имеющий кроме главного предела еще один, освященный в честь другого святого или праздника. Храм может быть и трехпредельным и т.дЭтим.< δις- + υπόσταση «дважды + ипостась»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > δισυπόστατη εκκλησία
-
19 1364
{нареч., 6}дважды, двукратно, вдвойне, вдвое.Ссылки: Мк. 14:30, 72; Лк. 18:12; Флп. 4:16; 1Фес. 2:18; Иуд. 1:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1364
См. также в других словарях:
Δις — Δίς, ο (Α) αρχαία ονομαστική αντί Ζευς … Dictionary of Greek
δίς — twice indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δις — (I) (AM δίς) επίρρ. δύο φορές αρχ. 1. (με το τόσος ή αριθμητ.) διπλάσιος, δύο φορές τόσος, άλλος τόσος («ἀρ ἔστι ταῡτα δὶς τόσ ἐξ ἁπλῶν κακά», Σοφ. Αίας) 2. φρ. α. «ἐς δὶς» δύο φορές β. «δὶς διὰ πασῶν» είδος αρμονίας στη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
-δις — (II) δις (Α) αχώριστο επίθημα που δηλώνει κίνηση σε τόπο (σε μερικές μόνο λέξεις) («ἄλλυδις, οἴκαδις, χαμάδις») … Dictionary of Greek
Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δὶς παῖδες οἱ γέροντες. — См. Стар да мал дважды глуп … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. — ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. См. Стар да мал дважды глуп … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
κλωπηδίς — (Α) επίρρ. με κλοπιμαίο τρόπο, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, ωπός + κατάλ. η δίς (το η από αναλογία προς τα αιφνη δίς, λαθρη δίς). Η επιρρμ. κατάλ. δίς είναι δηλωτική τού τρόπου] … Dictionary of Greek
Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) … Wikipedia