-
1 δίσεκτος
-
2 έτος
το год;έτος αστρικόν (σεληνιακόν) — звёздный (лунный) год;
ηλιακόν ( — или τροπικόν) έτος — тропический год;
έτος φωτός — световой год;
έτος πολιτικόν — календарный год;
τό τρέχον έτος — текущий год;
οικονομικόν έτος — бюджетный, финансовый год;
σχολικόν έτος — учебный год (в школе);
ακαδημαϊκό[ν] έτος — академический год, учебный год (в университете);
δίσεκτον έτος — високосный год;
τό (προ)παρελθόν έτος — в (поза)прошлом году;
στο επόμενο έτος — в будущем году;
τό ιδιο έτος — в том же году;
προ ετών давно;προ δύο ετών два года назад;κατ' έτος — ежегодно;
δίς τού έτους два раза в год;στη διάρκεια τού ετους в течение года; μετά παρέλευσιν έτους по истечении года; είναι τριών ετών ему три года; ενός έτους годовалый;§ η πρώτη τού έτους — или τό νέον έτος — новый год;