Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γένος

  • 1 genus

    γένος

    English-Greek new dictionary > genus

  • 2 род

    -а, προθτ. о роде, в роде, в роду, на роду, πλθ. роды а.
    1. γένος• φυλή•

    член -а μέλος του γένους•

    патриархальный род πατριαρχικό γένος•

    старейшина -а αρχηγός του γένους, της φυλής.

    2. γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι•

    знатный род επιφανές γένος ή μεγάλο σόι.

    || γενεά, γενιά•

    из -а в род από γενεά σε γενεά.

    || ως επίρ. -ом την καταγωγή, το γένος, την προέλευση.
    3. (στην ταξινόμηση ζώων, φυτών)• γένος. || είδος• τύπος•

    всякого -а λογής-λογής, παντοειδής.

    4. λογοτεχνικό γένος• ύφος, στυλ.
    5. τρόπος, μορφή, χαρακτήρας•

    избрать новый род деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης,

    6. (γραμμ.)το γένος•

    мужской, женский, средний род αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος.

    εκφρ.
    род людской (человеческий) – το ανθρώπινο γένος•
    женский род – το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)•
    мужской род – το αντρικό φύλλο (οι άντρες)•
    род оружия (войск) – είδος όπλου (πεζικού, πυροβολικού κ.τ.τ,)• в некотором -е ως ένα βαθμό•
    в своём -е – στο είδος του•
    в этом (таком) -е – περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω• έτσι•
    от -у – από τη γέννηση, από τότε που γεννήθηκα•
    своего -а – ως ένα βαθμό ή σημείο•
    такого -а – τέτοιου είδους•
    без -у и племени ή без -у, без племени – αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης•
    ни -у ни племени – ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος• σαν την καλαμιά στον κάμπο.

    Большой русско-греческий словарь > род

  • 3 род

    род
    м
    1. ἡ φυλή, τό γένος:
    старейшина \рода ὁ ἀρχηγός τής φυλής, ὁ ἀρχηγός τοῦ γένους·
    2. (ряд поколений) ἡ γενεά, ἡ γενιά, τό σόι; из \рода в \род ἀπό γενεάς είς γενεάν
    3. биол. τό γένος:
    человеческий \род τό ἀνθρώπινο γένος·
    4. (сорт, вид) τό είδος:
    всякого \рода λογής λογής, κάθε είδους, παντός είδους· \род войск τό ὅπλο[ν]·
    5. грам. τό γένος:
    мужской \род τό ἀρσενικό[ν] γένος· женский \род τό θηλυκό[ν] γένος· средний \род τό ούδέτερο[ν] γένος· ◊ в некотором \роде σάν νά λέμε, τρόπον τινά· в своем \роде στό είδος του· что-то в этом \роде περίπου ἐτσι, κάπως ἐτστ такого \рода τέτοιου είδους· пяти лет от роду εἶναι πέντε χρονών откуда ты \родом? ἀπα ποῦ κατάγεσαι;· ему́ на роду́ было написано... αὐτός ἐκ γενετής...

    Русско-новогреческий словарь > род

  • 4 род

    род м 1) (сорт, вид) το είδος· \род войск το όπλο 2) грам. το γένος· мужской (женский, средний) \род το αρσενικό (θηλυκό, ουδέτερο) γένος
    * * *
    м
    1) (сорт, вид) το είδος

    род войскτο όπλο

    2) грам. το γένος

    мужско́й (же́нский, сре́дний) род — το αρσενικό (θηλυκό, ουδέτερο) γένος

    Русско-греческий словарь > род

  • 5 племя

    племени, πλθ. племена
    -мн, -менам ουδ.
    1. η φυλή•

    кочевые -на νομαδικές φυλές•

    первобытные -на πρωτόγονες φυλές.

    2. παλ. λαός, λαότητα.
    3. παλ. γένος• σόι•

    дворянское племя γένος των ευγενών.

    4. γενεά, γενιά.
    5. ομάδα, παρέ• γένος, φυλή, σπορά.
    εκφρ.
    на племя – για ράτσα, για αναπαραγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > племя

  • 6 род

    1. (группа людей первобытного общества, связанная узами кровного родства) η φυλή 2. (ряд поколений, происходящих от одного предка) η γενεά, η γενιά, το σόι 3. биол. το γένος 4. (разновидность, сорт, тип чего-л.) το είδος, ο τύπος 5. лингв. το γένος
    средний - ουδέτερο -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > род

  • 7 вид

    вид м 1) (внешность) η όψη, το εξωτερικό 2) (пейзаж) η θέα, άποψη \вид сверху η κάτοψη 3) (род) το γένος, το είδος \виды спорта τα (είδη) σπορ ◇ иметь в \виду έχω υπόψη ни под каким \видом με κανένα τρόπο
    * * *
    м
    1) ( внешность) η όψη, το εξωτερικό
    2) ( пейзаж) η θέα, η άποψη

    вид све́рху — η κάτοψη

    3) ( род) το γένος, το είδος

    виды спортаτα (είδη) σπορ

    ••

    име́ть в виду́ — έχω υπόψη

    ни под каки́м видом — με κανένα τρόπο

    Русско-греческий словарь > вид

  • 8 пол

    I пол I м (настил) το πάτωμα II пол II м биол. το φύλο· το γένος
    * * *
    I м
    ( настил) το πάτωμα
    II м биол.
    το φύλο; το γένος

    Русско-греческий словарь > пол

  • 9 происхождение

    происхождение
    с
    1. ἡ καταγωγή, τό γένος:
    кто он по \происхождениею? ποια εἶναι ἡ καταγωγή του;· грек (русский) по \происхождениею ἐλληνικής (ρωσικής) καταγωγής, Ελληνας (Ρώσος) τό γένος· социальное \происхождение ἡ κοινωνική προέλευση·
    2. (возникновение) ἡ προέλευση, ἡ καταγωγή, ἡ γένεση [-ις]:
    \происхождение видов биол. ἡ καταγωγή τῶν είδών \происхождение языка ἡ προέλευση τής γλώσσας.

    Русско-новогреческий словарь > происхождение

  • 10 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 11 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 12 согласовать

    -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согласованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συνδυάζω, συντονίζω•

    согласовать действия танков и артиллерии συντονίζω τη δράση των αρμάτωνμάχης και πυροβολικού.

    2. (γραμμ.) βάζω, κάνω να συμφωνήσει•

    согласовать прилагательное с существительным βάζω το επίθετο να συμφωνήσει με το ουσιαστικό (κατά γένος, αριθμό και πτώση).

    1. παλ. συνδυάζομαι• συνδέομαι.
    2. συμφωνώ• αντιστοιχώ•

    новое постановление не -ется с прежним η καινούρια απόφαση διαφέρει από την προηγούμενη.

    3. (τραμμ.) συμφωνώ (στο γένος ή αριθμό ή πτώση ή πρόσωπο)•

    сказуемое -ется с подлежащим το κατηγόρημα συμφωνεί με το υποκείμενο•

    прилагательное -ется с существительным το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό.

    Большой русско-греческий словарь > согласовать

  • 13 Kind

    subs.
    P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ.
    Manner: P. and V. τρόπος, ὸ, V. ῥυθμός, ὁ.
    Nature: P. and V. φσις, ἡ.
    In logical sense: P. γένος, τό.
    Of all kinds, adj.: P. and V. παντοῖος, Ar. and P. παντοδαπός.
    Of other kinds: P. ἀλλοῖος.
    Of such kind: P. and V. τοιοῦτος, τοιόσδε, P. τοιουτότροπος; see Such.
    Of what kind? P. and V. ποῖος; indirect: P. and V. οἷος, ὁποῖος.
    ——————
    adj.
    P. and V. πρᾶος, ἤπιος, φιλάνθρωπος, ἥμερος, ἐπιεικής, προσφιλής, V. πρευμενής, Ar. and V. μαλθακός; see Gentle.
    Considerate: P. εὐγνώμων.
    Friendly: P. and V. εὔνους, εὐμενής, φλιος, Ar. and V. εὔφρων, πρόφρων, φλος; see Friendly.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Kind

  • 14 Sex

    subs.
    P. γένος, τό, Ar. φῦλον, τό (Xen.).
    The male sex: P. and V. οἱ ἄρσενες, τὸ ἄρσεν.
    The female sex: P. and V. τὸ θῆλυ, P. θήλεια φύσις, ἡ, V. θῆλυς σπορά, ἡ, τὸ θῆλυ γένος.
    Of the male sex, adj.: P. and V. ἄρσην.
    Of the female sex: P. and V. θῆλυς, V. θηλύσπορος.
    Great is your glory if you do not fall below the standart of your sex: P. τῆς... ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα (Thuc. 2, 45).
    Sparing neither age nor sex: see Thuc. 7, 29.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sex

  • 15 Trace

    v. trans.
    Track: P. and V. ἰχνεύειν, μετέρχεσθαι, V. ἐξιχνεύειν. ἰχνοσκοπεῖν, ἐξιχνοσκοπεῖν (or mid.), μαστεύειν, μεταστείχειν, Ar. and V. ματεύειν.
    See, perceive: P. and V. ὁρᾶν; see Perceive.
    Trace in a person or thing: Ar. and P. ἐνορᾶν τί τινι, or τι ἔν τινι.
    Embroider: P. and V. ποικίλλειν.
    Draw, etc.: P. and V. γρφειν.
    Trace under: P. ὑπογράφειν (Plat., Prot. 326D).
    Trace in outline: P. σκιαγραφεῖν, ὑπογράφειν.
    Trace to, ascribe to: P. and V. ναφέρειν (τι εἴς τινα).
    Trace one's decent: P. γενεαλογεῖν.
    Both the families of Hercules and Achaemenes trace their descent to Perseus son of Zeus: P. τὸ Ἡρακλέους τε γένος καὶ τὸ Ἀχαιμένους εἰς Περσέα τὸν Διὸς ἀναφέρεται (Plat., Alci. I. 120E).
    Trace one's descent to Hercules: P. ἀναφέρειν εἰς Ἡρακλέα (Plat., Theaet. 175A).
    I will trace back their lineage for you: V. πάλιν δὲ τῶνδʼ ἄνειμι σοὶ γένος (Eur., Heracl. 209).
    ——————
    subs.
    P. and V. ἴχνος, τό.
    Track: V. στβος, ὁ (also Xen.).
    A trace of, met.: use P. and V. τι.
    A trace of anger: P. and V. ὀργῆς τι; see Jot.
    So that not even a trace of the walls is visible: V. ὥστʼ οὐδʼ ἴχνος γε τειχέων εἶναι σαφές (Eur., Hel. 108).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trace

  • 16 Tribe

    subs.
    P. and V. ἔθνος, τό, φῦλον, τό, γένος, τό.
    Division of people: Ar. and P. φυλή, ἡ.
    Divided into tribes, adj.: V. ἐπιφλιος (Eur., Ion. 1577).
    Contemptuously crew: P. and V. ὄχλος, ὁ, γένος, τό, V. σπέρμα, τό (Eur., Hec. 254).
    The whole tribe of prophets: V. τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα (Eur., I. A. 520).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tribe

  • 17 порода

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порода

  • 18 породистость

    η (καλή) ράτσα, το καλό γένος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > породистость

  • 19 средний

    1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος
    - яя Азия η Κεντρική/Μέση Ασία/Ανατολή
    - залог грам. η μέση φωνή (του ρήματος)
    - род грам. το ουδέτερο γένος
    - ее ухо мед. το μέσο(ν) ους
    2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний

  • 20 жеиский

    жеиск||ий
    прил
    1. γυναικείος (относящийся к женщине)/ γυναικήσιος, θηλυκός (свойственный женщине):
    Международный \жеиский день ἡ διεθνής ἡμέρα τῶν γυναικών по \жеискийой линии (о родстве) ἀπ' τή μεριά τῆς μάννας· \жеискийие болезни οἱ γυναικολογικές ἀσθένειες· \жеискийая половина (на Востоке) ὁ γυναικωνίτης· 2.:
    \жеиский род грам. τό θηλικό[ν] γένος' ◊ πο-женски σάν γυναίκα.

    Русско-новогреческий словарь > жеиский

См. также в других словарях:

  • γένος — race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • γένος — το 1. η γενιά, η καταγωγή: Είναι από ένδοξο γένος. 2. φυλή, έθνος: Οι αγωνιστές του Γένους. 3. (γραμμ.), η κατηγοριοποίηση των ονομάτων σε αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα: Η λέξη θάλασσα είναι θηλυκού γένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder …   Deutsch Wikipedia

  • Ιούλιοι ή Ιούλιο γένος — Αρχαία ρωμαϊκή οικογένεια πατρικίων, που παρουσιάζεται στην ιστορία της Ρώμης από τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. O πρώτος γνωστός Ιούλιος της οικογένειας αυτής ήταν ο Γάιος Ιούλιος Ίουλος, ύπατος το 489 π.Χ., o οποίος αναφέρεται στους… …   Dictionary of Greek

  • Μετάβασις εις άλλο γένος —         (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Καλπούρνιο γένος — Αρχαίο ρωμαϊκό γένος που καταγόταν από πληβείους και άκμασε ιδίως τον 1ο αι. π.Χ. Τότε δημιουργήθηκε και η παράδοση για την καταγωγή του από τον Κάλπο, γιο του Νουμά. Με το όνομά τους συνδέονται οι Καλπούρνιοι νόμοι, που έτειναν προς κάποια… …   Dictionary of Greek

  • Χρύσεον γένος. — См. Золотой век …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐχ ἡ πόλις σου το γένος εὐγενὲς ποιεῖ… — См. Не место человека красит, но человек место …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ορεότραγος — Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας των αντιλοπιδών. Πρόκειται για μικρόσωμες αντιλόπες της Αφρικής, που έχουν ύψος περίπου 60 εκ. και μικρά κέρατα. Στο γένος αυτό ανήκει και το είδος που οι ονομάζεται στην Αφρική ντικ ντικ. Οι ο.… …   Dictionary of Greek

  • λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»