-
41 вольвокс
-а α.βόλβοκας, βόλβοξ (γένος μονοκύτταρων οργανισμών). -
42 дворянский
επ.ευγενής, ευγενικός,τής ευγένειας•-ое сословие το κοινωνικό στρωμάτων ευγενών•
-ая усадьба αρχοντική έπαυλη•
-ое собрание σύνοδος ευγενών επαρχίας ή νομού•
-банк τράπεζα των ευγενών•
-ое происхождение ευγενική καταγωγή•
дворянский род το γένος των ευγενών•
дворянский титул ο τίτλος ευγενειας.
-
43 долгоножка
-и θ.μακροπόδης, μακροπόδαρος. || σίλφη (γένος διπτέρων εντόμων), τα μακρύποδα έντομα. -
44 земляной
επ.1. χωματουργικός•-ые работы χωματουργικές εργασίες.
2. χωμάτινος, -τένιος•земляной пол χωμάτινο πάτωμα•
-ая насыпь ανάχωμα.
|| γεωειδής, γαιώδης.3. που ζει ή βρίσκεται στη γη•земляной червь γαιωσκώληκας• земляной ορέχ φιστίκι•
-ая груша βολβογργγύλη (είδος πατάτας)•
земляной заяц αλάκταγα (γένος τρωκτικών).
-
45 кайра
-ы θ.ουρία, γένος στεγανόπόδων των βόρειων θαλασσών. -
46 капуцин
-а α.1. καπουτσίνος, καθολικός μοναχός,2. γένος πιθήκων της Αμερικής. -
47 кардинал
-а α.1. καρδινάλιος.2. γένος ερυθροπτέρων ωδικών πτηνών της Αμερικής. -
48 корень
-рня, πλθ. корни-ей α.1. ρίζα•пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•
вырвать с -ем ξεριζώνω•
корень зуба η ρίζα του δοντιού•
-и волос οι ρίζες των μαλλιών.
2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•корень зла η ρίζα του κακού.
|| παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.3. (γραμμ.) ρίζα•корень и окончание ρίζα και κατάληξη.
4. (μαθ.) ρίζα•извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•
кубический корень κυβική ρίζα.
εκφρ.в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•- жизни – βλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•запрячь (заложить – κ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•смотреть (ή глядеть – κ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•подорвать (подрубить, подкосить – κ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια. -
49 кровосос
-а α.1. βάμπιρος (γένος νυχτερίδων).2. (απλ.) βλ. кровопийца. -
50 ламинария
-и θ.λαμιναρία, γένος φυκών. -
51 лебеда
-ы θ.χηνοπόδιο (γένος φυτών). -
52 людской
επ.ανθρώπινος•людской род το ανθρώπινο γένος.
|| παλ. των υπηρετών•людской стол το τραπέζι, των υπηρετών.
|| -ая ουσ. θ. δωμάτιο υπηρετών αρχοντόσπιτου.εκφρ.людской состав – η πραγματική δύναμη του στρατού. -
53 манул
-а α.μανούλ, αρπακτικό ζώο από το γένος αιλουροειδών. -
54 медведица
-и в,1. αρκούδα, άρκτος (το θηλυκό).2. πλθ. -ы αρκτιίδες (γένος ψυχών).εκφρ.Большая медведица – Μεγάλη Αρκτος•малая медведица – Μικρή Αρκτος. -
55 отродье
-я ουδ.1. γένος, γενιά• φυλή• το σόιυβρ. σπορά, φύτρα.2. (για ζώα) ράτσα. -
56 паслён
-а α.το σολανό, γένος φυτών. -
57 песчанка
-и θ.1. γένος τρωκτικών μαστοφόρων.2. είδος κολερύονα.3. αμμοδίαιτο ψάρι.4. αμμόχορτο, αμμουδόχορτο. -
58 пилильщики
-ов πλθ. (ενκ. -ик -а α.) γένος υμενόπτερων εντόμων. -
59 порода
-ы θ.1. γένος ποικιλία, ράτσα.2. παλ. σόι.3. πέτρωμα•вулканическая порода υ-φαιστειογενές πέτρωμα•
горная порода το πέτρωμα.
-
60 породистость
-и θ.καλό γένος καλή ποικιλία, ράτσα.
См. также в других словарях:
γένος — race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
γένος — το 1. η γενιά, η καταγωγή: Είναι από ένδοξο γένος. 2. φυλή, έθνος: Οι αγωνιστές του Γένους. 3. (γραμμ.), η κατηγοριοποίηση των ονομάτων σε αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα: Η λέξη θάλασσα είναι θηλυκού γένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder … Deutsch Wikipedia
Ιούλιοι ή Ιούλιο γένος — Αρχαία ρωμαϊκή οικογένεια πατρικίων, που παρουσιάζεται στην ιστορία της Ρώμης από τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. O πρώτος γνωστός Ιούλιος της οικογένειας αυτής ήταν ο Γάιος Ιούλιος Ίουλος, ύπατος το 489 π.Χ., o οποίος αναφέρεται στους… … Dictionary of Greek
Μετάβασις εις άλλο γένος — (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Καλπούρνιο γένος — Αρχαίο ρωμαϊκό γένος που καταγόταν από πληβείους και άκμασε ιδίως τον 1ο αι. π.Χ. Τότε δημιουργήθηκε και η παράδοση για την καταγωγή του από τον Κάλπο, γιο του Νουμά. Με το όνομά τους συνδέονται οι Καλπούρνιοι νόμοι, που έτειναν προς κάποια… … Dictionary of Greek
Χρύσεον γένος. — См. Золотой век … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐχ ἡ πόλις σου το γένος εὐγενὲς ποιεῖ… — См. Не место человека красит, но человек место … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ορεότραγος — Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας των αντιλοπιδών. Πρόκειται για μικρόσωμες αντιλόπες της Αφρικής, που έχουν ύψος περίπου 60 εκ. και μικρά κέρατα. Στο γένος αυτό ανήκει και το είδος που οι ονομάζεται στην Αφρική ντικ ντικ. Οι ο.… … Dictionary of Greek
λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… … Dictionary of Greek